Κεφάλαιο 1

730 73 22
                                    

Τα μάτια της μητέρας μου με κοιτάνε θυμωμένα. Νιώθω οίκτο για κείνη αυτή τη στιγμή και θέλω να φωνάξω, αλλά μάλλον η φωνή μου είναι θαμμένη στα χώματα της δίπλανής πόλης όπου πήγα να σπουδάσω για δύο εξάμηνα -μάταια. Δεν μ' άφησε να συνεχίσω η μητέρα μου, δεν πλήρωνε το νοίκι ή τίποτα άλλο και με διέταξε να επιστρέψω σπίτι να την βοηθάω στις δουλειές. Και είναι θυμωμένη που γύρισα.

«Δεν είναι καφές αυτός» παραπονιέται ο Σωτήρης, ένας 50άρης που χτύπησε η μητέρα μου σ' ένα κωλόμπαρο και μου τον επιστρέφει, για να φτιάξω άλλον. Η Κάσιντι, όπως αποκαλώ την μητέρα μου- κουνάει το κεφάλι της αποδοκιμαστικά σαν να απέτυχα για ακόμη μια φορά. «Τι θα φτιάξεις;» με ρωτάει με το ξινό της ύφος και της λέω σιγανά, «Ξεπαγώνω κοτόπουλο». «Γιατί μιλάει τόσο σιγά, ανάπηρο είναι;» ρωτάει ο Σωτήρης, σχεδόν κοροϊδευτικά. «Δεν σε ρώτησα τι ξεπαγώνεις, σε ρώτησα τι θα φτιάξεις, Σίντ. Γι' αυτό δεν κατάφερες να μείνεις στο πανεπιστήμιο και απέτυχες και στα μισά μαθήματα» μου λέει αργά και καθαρά, αφού σβήνει το τσιγάρο της επιδεικτικά. Σαν να έσβηνε εμένα.

Παρατηρώ τον ελληνικό καφέ που χύνεται στον νεροχύτη σιγά σιγά. Πλένω το φλιτζάνι και αρχίζω το μαγείρεμα, κόβω τα λαχανικά, και έπειτα βράζω το κοτόπουλο. Παίρνω μια ειδοποίηση στο κινητό από μια εφαρμογή που μου στέλνει καθημερινά και από ένα τυχαίο σοφό ρητό. Το σημερινό λέει «Η υπομονή είναι πικρή, αλλά ο καρπός της είναι γλυκός» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, 1712-1778, Γαλλοελβετός φιλόσοφος. Πάντα με κάνουν να χαμογελάω και ηρεμώ όταν τα διαβάζω.

Με τον ζωμό του κοτόπουλου φτιάχνω το ρύζι και έπειτα τα ενώνω όλα μαζί και τα ανακατεύω με μπαχαρικά, σόγια σως και λίγη κρέμα γαλάκτος και βουαλά – το ριζότο είναι έτοιμο. Το βγάζω φωτογραφία και χαμογελάω καθώς το ανεβάζω στο instagram και η άγρια φωνή του Σωτήρη φτάνει στα αυτιά μου σαν ξεκούρδιστη κιθάρα. «Άντε, Σίντι, φέρε το γαμοπίλαφο» φωνάζει. Σιντ με λένε γαμώτο μου, απαντάω από μέσα μου.

Σερβίρω και καθόμαστε να φάμε, αλλά η μητέρα μου με κοιτάει έντονα προτού βάλω την πρώτη μπουκιά στο στόμα μου. «Ξέρεις, Σιντ, ότι προσπαθώ να χάσω κιλά και βάζεις κρέμα γάλακτος, την μυρίζω! Επίτηδες το κάνεις για να μείνω μόνη μου και χοντρή για πάντα και να σε νταντεύω συνέχεια! Είσαι πολύ εγωιστής, το ξέρεις; Ίδιος ο πατέρας σου» μου λέει και πετάει μακριά το πιάτο της. «Πάμε έξω να φάμε» προτείνει η Κάσιντι και σηκώνονται να φύγουν. «Καλύτερα να ξεκινήσεις να ψάχνεις για δουλειά, Σιντ, είσαι 19 χρονών πλέον, δεν θα πληρώνω εγώ το δικό σου το ίντερνετ. Πήγαινε καθάρισε καμιά τουαλέτα και να αφήσεις αυτές τις βλακείες, τα αδερφίστικα που σχεδιάζεις» λέει και πετάγεται ο Σωτήρης καθώς βάζει το μπουφάν του. «Μπορεί να έρθει να δουλέψει στο βενζινάδικο. Ελπίζω βέβαια να μην πάθει καμιά κάψα σηκώνοντας την μάνικα όλη μέρα» λέει και γελάνε.

CINDERELLO Where stories live. Discover now