Από την κατάθλιψη... στο παρελθόν!

607 53 1
                                    

Βρισκόμαστε και πάλι πίσω, εκεί που ο Πέτρος με είχε πάει στο εξοχικό του Γιάννη και της Έφης.

Κάποια στιγμή ο Πέτρος είχε πεταχτεί για να πάρει τσιγάρα απ' έξω, και η Έφη είχε πάει για μπάνιο ή κάτι τέτοιο με αποτέλεσμα εγώ και ο Γιάννης να είμαστε μόνοι μας. Αφότου είχα κάνει μαζί του αυτό το τραγικό λάθος να πάω μαζί του τέσσερα με πέντε χρόνια πριν περίπου ποτέ δεν έμεινα μαζί του χωρίς κάποιον άλλον μαζί μου. Και σήμερα τόσα χρόνια μετά είμαι σίγουρη πως θα ξεθαψει το παρελθόν στην μνήμη μου,  και θα καταφέρει πάλι να με καταστρέψει.

"Κατερίνα;", άκουσα τον Γιάννη να με φωνάζει από το σαλόνι.

Μουρμούρισα μερικές βρισιές και βγήκα από το δωμάτιο που μας φιλοξενούσαν με τον Πέτρο.

"Ορίστε;", προσπάθησα να είμαι όσο πιο ευγενική γίνεται αλλά απέτυχα παταγωδώς.

"Τι κάνεις;", με ρωτάει κοιτάζοντας με από πάνω μέχρι κάτω.

"Δυστυχώς ζω.", η αισιοδοξία μου είχε πλέον εξαφανιστεί τα τελευταία χρόνια.

Γέλασε με το γνωστό ηλίθιο και καλά "γόη" γέλιο του κάνοντας με να ανακατευτώ. Του χαμογέλασα ξινά και τον ρώτησα αν πραγματικά με θέλει κάτι ή απλά με φώναξε για να με εκνευρίσει. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου και έκανα μεταβολή να γυρίσω ώστε να επιστρέψω και πάλι στο δωμάτιο.

Τότε, οι λέξεις "Θυμάμαι την κάθε λεπτομέρεια απο εκείνη την μέρα", ξύπνησαν τον πόνο, τις τύψεις και όλα τα δάκρυα που χρόνια πάλευα να κρατήσω μέσα μου τόσα χρόνια.

Ξαφνικά, βρήκα το χαμένο μου θάρρος και αποφάσισα πως ήρθε επιτέλους η στιγμή να τον αντιμετωπίσω.

"Πραγματικά το απολαμβάνεις όλο αυτό  έτσι;", Δεν του έδωσα περιθώριο να απαντήσει απλά συνέχισα. "Ποιος νομίζεις ότι είσαι πια; Ξερεις τι έχω περάσει εγώ εξαιτίας σου; Δεν ξέρεις προφανώς! Δεν μπορείς να καταλάβεις! Τόσα χρόνια μίσησα τον εαυτό μου. Ξυπνάω και κοιμάμαι με τις τύψεις που δημιουργήθηκαν εξαιτίας σου. Όχι,  δεν κατηγορώ μόνο εσένα. Φταίω και εγώ. Αλλά ρε πουστη μου... το παίζεις και χαλαρός τώρα; Πας να μου την βγεις και από πάνω; Μετάνιωσα πως σε γνώρισα." Με αυτό, βγήκα έξω από το σπίτι σαν σίφουνας και περιπλανήθηκα. Πέρασα απέναντι από τον δρόμο, και πήγα στην παραλία. Το μόνο που ξέρω είναι ότι περπατούσα και σκεφτόμουν. Δεν έκλαψα, αν και το ήθελα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου όχι πια δάκρυα, δεν μπορούσα να αθετησω την υπόσχεση μου αυτή. Αρκετή ώρα αργότερα όταν είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος συνειδητοποίησα ότι λείπω πολλές ώρες και θα ανησυχούν. Κάτι όμως δεν με τραβούσε να γυρίσω πίσω. Τα πόδια μου δεν υπάκουαν για να σηκωθώ, οπότε απλά καθόμουν εκεί. Στο λιμανάκι. Πάνω σε κάτι τεράστιες πέτρες-τειχακια κοιτούσα την θάλασσα. Πόσο ήρεμη και πόσο άγρια μπορούσε να γίνει. Μου θύμιζε την ζωή μου. Πόσο σκληρή και πόσο ήρεμη μπορούσε να γίνει. Η ηρεμία δεν κρατάει πολύ, πάντα έρχεται η αναταραχή. Όπως και στην θάλασσα το κύμα, έρχεται έτσι ξαφνικά και θολώνει τα νερά,  τα ανακατεύει όλα.

"Πάντα αναρωτιόμουν πως ένας μη αθλητικός άνθρωπος σαν και εσένα μπορεί να διανύσει μια απόσταση επτά χιλιομέτρων με τα πόδια.", άκουσα μια φωνή από πίσω μου. Γύρισα και αντίκρισα τον Πέτρο. Του χάρισα ένα αδύναμο χαμόγελο, και ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Τον κοίταξα για λίγο και ύστερα γύρισα πάλι προς την θάλασσα.

"Πέτρο...", μουρμούρισα λίγο αργότερα.

"Μμμ;", φαίνεται πως σκεφτόταν και αυτός και προφανώς ήταν αφηρημένος.

"Όσο γελοίο και αν ακούγεται.... Ευχαριστώ."

"Για ποιο πράγμα;"

"Για όλα."

Λίγη ώρα αργότερα επιστρέψαμε πίσω στο σπίτι αφού πρώτα κάναμε μια στάση σε ένα fast food της περιοχής. Αρνήθηκα να μιλήσω στον οποιονδήποτε. Μόνο ένα 'ναι' μουρμούρισα στην Έφη όταν με ρώτησε αν είμαι καλά. Κλείστηκα στο δωμάτιο και κοιμήθηκα από νωρίς...

Ξύπνησα με πονοκέφαλο. Γύρισα το κεφάλι μου προς το παράθυρο και το μόνο που αντίκρησα ήταν σκοτάδι. Εκτός από αυτό παρατήρησα πως ο Πέτρος δεν κοιμόταν δίπλα μου, πράγμα παράξενο. Εννοώ, βράδυ ήταν... οι άνθρωποι κοιμούνται! 

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήρα από την τσάντα μου ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο. Πήγα στην κουζίνα, ήπια το χάπι μου και ανακάλυψα από το παράθυρο πως ο Πέτρος καθόταν έξω και κάπνιζε.

"Έι...", τον πλησίασα από πίσω.

Δεν απάντησε, γύρισε και με κοίταξε. 

"Γιατί επέστρεψες;"

"Τι εννοείς;"

"Όταν ήρθα σπίτι σου. Γιατί επέστρεψες; Δεν ήθελες να με δεις και ξαφνικά με δέχθηκες πίσω."

"Το πρόβλημα με εμένα είναι ότι δεν μπορώ να σε μισήσω, ό,τι κ αν μου κάνεις. "

Θα 'μαι δικιά σου για πάντα, έτσι είχες πει. (Βιβλίο #1)  {GWattys}Where stories live. Discover now