Η Διαδρομή

326 18 0
                                    

Η μέρα ήταν ζεστή και ηλιόλουστη. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά στον ουρανό. Οι τέσσερίς μας περπατάγαμε στην πόλη του Σέλτερ αμίλητοι. Ο Τζέικ περπάταγε χέρι χέρι με την Σαμάνθα και από πίσω τους περπάταγα εγώ , διατηρώντας μια μικρή απόσταση από τον Λόγκαν που ήταν δίπλα μου. Οι ζεστές ακτίνες του ήλιου δημιουργούσαν κηλίδες ιδρώτα στο μέτωπό μου. Έκανε μεγάλη ζέστη σήμερα... Κοίταξα γύρω μου τα σπίτια. Πανύψηλα κτίρια, κατασκευασμένα με τον τρόπο που στα αρχαία χρόνια οικοδομούνταν οι ουρανοξύστες. Κτίρια ιδιαίτερα εντυπωσιακά, τα οποία, παρά τις αμφιβολίες που υπήρχαν παλιότερα σχετικά με την ευαισθησία του υλικού κατασκευής τους, μπόρεσαν να αντέξουν τόσο στον χρόνο όσο και στις καιρικές συνθήκες, χωρίς ούτε μία γραντζουνιά! Το μοναδικό τους μειονέκτημα... δεν μπορούσαν να σε προστατέψουν από τον ήλιο...
Σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου και τον λαιμό μου. Κοίταξα δίπλα μου. Ο Λόγκαν είχε σηκώσει μέχρι τον αγκώνα τα μανίκια της κατάμαυρης μπλούζας του. Η ζέστη τού είχε δημιουργήσει κόκκινα σημάδια στον λαιμό και στα μάγουλα. Χαμογέλασε. Ήξερε ότι τον χάζευα. Γύρισε και με κοίταξε. Τα καταγάλανα μάτια του κάρφωσαν τα δικά μου. "Κάνει ζέστη, συμφωνείς, Μπέλα;" με ρώτησε πονηρά. Κοκκίνισα από ντροπή... "Ναι, πολλή..." απάντησα. Εστίασε το βλέμμα του στο ιδρωμένο πρόσωπό μου και, αμέσως μετά, έβγαλε ένα φλασκί με νερό που είχε κρεμασμένο στη ζώνη του και μου το έδωσε. "Για να δροσιστείς...", μου είπε, τείνοντας το φλασκί προς το μέρος μου. Τόσο γλυκός... Δεν ήταν,όμως, η πρώτη φορά που ενδιαφερόταν για εμένα...Με φρόντιζε συνέχεια... "Σε ευχαριστώ", του είπα και έπιασα το φλασκί, το άνοιξα και γέμισα το στόμα μου με δροσερό, κρυστάλλινο νερό. Τι ανακούφιση... Έριξα νερό στο μέτωπο και τον λαιμό μου. Ένιωσα δροσερές σταγόνες νερού να χαϊδεύουν το ζεστό δέρμα μου και αναστέναξα από ευχαρίστηση... Εκείνη την στιγμή ένιωσα τα γαλάζια μάτια του Λόγκαν καρφωμένα πάνω μου. Γύρισα προς το μέρος του. "Σε ευχαριστώ πολύ", του είπα και του επέστρεψα το φλασκί. "Δεν ήταν τίποτα", μου απάντησε χαμογελαστά. "Για εσένα θα μπορούσα να κάνω τα πάντα!"... Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Τα μάγουλά μου είχαν γίνει κόκκινα σαν παντζάρι... Γύρισα από την άλλη. Ένα αυθόρμητο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου...
Πολύς κόσμος είχε βγει τώρα στον δρόμο και περπάταγε. Άλλοι ντυμένοι με απλοϊκά ρούχα και άλλοι με ρούχα εργασίας: κάποιοι φόραγαν κατάμαυρες στολές, ενώ άλλοι κάτασπρες ποδιές και μακριές ζακέτες. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν νέοι άντρες και γυναίκες, περίπου στην ηλικία μας, που περπατούσαν στον ίδιο δρόμο με εμάς, έχοντας, πιθανώς, τον ίδιο προορισμό με τον δικό μας.
Ο προορισμός, όμως, δεν ήταν για όλους μας ο ίδιος... Λίγα τετράγωνα μακριά υπάρχει ένα σταυροδρόμι. Σε αυτό το σταυροδρόμι χωριζόμαστε. Οι μισοί από εμάς δουλεύουμε ως Επιστήμονες στο δαιδαλώδες κτίριο που στεγάζεται στο κέντρο του Σέλτερ με το όνομα ΕΔΑΕΠ. Εκεί δουλεύει και ο μπαμπάς ως διευθυντής της ομάδας επιστημόνων... Οι άλλοι μισοί είμαστε Φύλακες. Συνήθως ανεβαίνουμε στα τείχη και κρατάμε σκοπιές, σκοτώνοντας κάθε Ιχνηλάτη που πλησιάσει την πόλη, ενώ, άλλωτε βγαίνουμε έξω από το Σέλτερ, κατά την διάρκεια της μέρας, αναζητώντας άλλωτε προμήθειες, όπως φρούτα, καρπούς της γης ή ό,τι άλλο φαγώσιμο βρούμε, άλλωτε ψάχνοντας για καινούρια όπλα και πολεμικό εξοπλισμό και άλλες φορές Ιχνηλάτες, τους οποίους και σκοτώνουμε, έτσι ώστε να μπορέσουν τα πτώματά τους να αξιοποιηθούν στα εργαστήρια του ΕΔΑΕΠ. Με αυτό τον τρόπο είμαστε συνέχεια ασφαλείς και, ταυτόχτονα, αναζητούμε πυρετωδώς αντίδοτο για την νόσο... Δεν παραμένουμε με τα χέρια δεμένα... Δεν εγκαταλείπουμε...
Μόλις φτάσαμε στο σταυροδρόμι, σταματήσαμε. Γύρω μας βλέπαμε παρέες ανθρώπων να χωρίζονται. Κάποιοι ακολουθούσαν το μονοπάτι για το κέντρο της πόλης που οδηγούσε στο ΕΔΑΕΠ, ενώ οι υπόλοιποι όδευαν για το στρατόπεδο του Σέλτερ που στεγαζόταν στα περίχωρα της πόλης. Ο Τζέικ και η Σαμάνθα γύρισαν προς το μέρος μας και η παρέα σχημάτισε έναν κύκλο. "Ώρα να χωριστούμε", αναφώνησε ο Τζέικ με βαριεστημένο ύφος και ξεφύσηξε. "Έλα Τζέικ, μην στεναχωριέσαι... Δεν θα αργήσουμε σήμερα...", του είπε η Σαμάνθα και του έσφιξε το χέρι. "Και μην ξεχάσεις", του είπε ο Λόγκαν, κλείνοντάς του το μάτι. "Το βράδυ, μόλις χτυπήσει η καμπάνα, οι τέσσερίς μας μαζευόμαστε στο Λημέρι...". "Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να το ξεχάσω", του απάντησε ο Τζέικ, ανταποδίδοντας το κλείσιμο του ματιού. Ύστερα, γύρισε προς το μέρος μου. "Τα λέμε, φυτούλι", του είπα περιπαιχτικά. "Να προσέχεις, σκληρή...", μού απάντησε χαμογελαστά. "Και, όταν δεις τον μπαμπά σου, πες του ότι θέλω προαγωγή!", πρόσθεσε λίγο αργότερα και εγώ άρχισα να γελάω... "Εντάξει, θα του το πω" τον καθησύχασα, αφού σταμάτησαν τα χαχανητά μου... Η Σαμάνθα έπιασε τον Τζέικ από τον λαιμό. "Θα μου λείψεις...", τού ψιθύρισε στο αυτί και, ύστερα, έκλεισε τα μάτια της και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Ο Τζέικ αγκάλιασε σφιχτά την μέση της. "Εσύ θα μου λείψεις περισσότερο...", τής απάντησε, μόλις τελείωσε το φιλί...
Αφού χαιρετηθήκαμε, ο Τζέικ κίνησε για το μονοπάτι που οδηγούσε στο ΕΔΑΕΠ, ενώ οι υπόλοιποι τρεις της παρέας ακολουθήσαμε τον δρόμο για το στρατόπεδο..

Ο Πλανήτης των ΑθανάτωνWhere stories live. Discover now