Ο Άγγελος της θάλασσας

1.3K 77 11
                                    

Ο Ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει και εκείνη περίμενε. Ήξερε πως θα ερχόταν αυτός...Αυτός ο άγγελος που την επισκεπτόταν κάθε χρόνο από τότε. Τον περίμενε. Τον αγαπούσε, βασικά τον είχε συνηθίσει. Όμως ήταν ο μοναδικός της φίλος ή μάλλον ο μοναδικός, πραγματικός, της φίλος. Η θάλασσα και ο παφλασμός τον κυμάτων πάντα τη νανούριζαν. Στεκόταν εκεί, όπως κάθε χρόνο. Το αεράκι ήταν ελαφρύ και ίσα που έπαιρνε το βαθυκόκκινο φόρεμά της στον χορό του. Κανένας πια δεν κυκλοφορούσε σε αυτήν την παραλία μετά τα όσα είχαν γίνει. 

Το τοπίο μπροστά της άλλαξε. Ήταν πάλι καλοκαίρι, δεκαετία του '60. Τα χρωματιστά μαγιό ήταν το κυρίαρχο πράγμα στην τότε πολυσύχναστη πλαζ. Φουσκωτές, πολύχρωμες μπάλες αιωρούνταν στον αέρα και έπειτα χάνονταν μέσα στο νερό. Η θάλασσα ήταν ήρεμη ώσπου το ρολόι χτύπησε δώδεκα το μεσημέρι. Οι ντόπιοι άρχισαν να τρέχουν και τα ρολά των παραθαλάσσιων μαγαζιών είχαν κατεβεί. Στην παραλία είχε μείνει μόνο ένα νεαρό ζευγάρι. Τουρίστες. Φαίνεται ήταν πολύ αγαπημένοι και τα φιλιά και οι αγκαλιές δεν τους άφησαν να αντιληφθούν την άδεια πλέον θάλασσα. 

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και η άλλοτε ήρεμη θάλασσα είχε αντικατασταθεί με μία άγρια, φουρτουνιασμένη και επικίνδυνη. Τα κύματα ήταν πελώρια και έφταναν μέχρι τον δρόμο. Το ζευγάρι άρχισε να κολυμπά γρήγορα. Προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη μανιασμένη θάλασσα, αλλά τους ήταν αδύνατο. Είχαν σχεδόν φτάσει στην ακτή μα οι δυνάμεις τους είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να τους εγκαταλείπουν. Η κοπέλα σταμάτησε. Το είχε αποδεχτεί. Τα κύματα την παρέσερναν, τη βύθιζαν, την κούραζαν. Δεν άντεχε άλλο. Το αγόρι συνέχιζε. Τα πόδια του άρχιζαν να πατάνε στην άμμο. Γύρισε να την κοιτάξει για να γεμίσει ελπίδα και να συνεχίσει. Δεν ήταν εκεί. τελικά την είδε λίγο πιο πίσω μισό πνιγμένη να έχει αφεθεί, σαν να διασκέδαζε αυτό το ''παιχνίδι'' των κυμάτων. Κολύμπησε. Κολύμπησε πιο γρήγορα και από όσο μπορούσε και την έφτασε. Την πήρε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να φτάσει την ακτή. Ήταν πια σίγουρος θα γλίτωναν. Η κοπέλα με τη βοήθεια του κύματος είχε κιόλας φτάσει στην στεριά και τον περίμενε.

Το ρολόι ξαναχτύπησε. Τότε, σαν κάποιος να τράβηξε την τάπα από αυτήν την τεράστια μπανιέρα που ονομάζεται θάλασσα και αυτά τα τεράστια κύματα άρχισαν να απομακρύνονται από την ακτή. Στην αρχή είχε χαρεί που τελικά ο αγαπημένος της θα έβγαινε από τη θάλασσα, αλλά μετά ξέσπασε σε λυγμούς. Ένα πτώμα. Το δικό του πτώμα είχε ξεβραστεί στη βρεγμένη άμμο. Έτρεξε κοντά του. Το ρολόι χτύπησε για τρίτη φορά και ο κόσμος που προϋπήρχε στην παραλία ξανά έκανε την εμφάνισή του, όπως επίσης και τα γέλια και η χαρά. Κανείς δεν την πρόσεχε, ήταν σαν να μην υπήρχε.  Μόνο έκλαιγε πάνω από τον αγαπημένο της. Ολομόναχη πνιγμένη μέσα στα δάκρυά της. 

Αυτός ο δυσοίωνος ήχος ξανά ακούστηκε. Το ρολόι σήμανε μισή ώρα μετά τη μία. Μία σειρήνα ασθενοφόρου ακούστηκε και όλοι κοίταζαν με τρόμο το πτώμα και τη λουσμένη σε δάκρυα κοπέλα. Κανείς δεν γύρισε σε εκείνη την παραλία μετά από αυτό το περιστατικό. 

Όλα ήταν εκεί. Μπροστά της. Μετά από πενήντα επτά ολόκληρα χρόνια. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και έβρεξε την άμμο. Όπως τότε. Ένα κύμα ήρθε και σκέπασε την άμμο και τις αναμνήσεις της. Και όταν χάθηκαν όλα, εμφανίστηκε αυτός. Την πήρε μαζί του. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε για πάντα στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Στην αγκαλιά του αγγέλου της.

Ο Άγγελος της ΘάλασσαςWhere stories live. Discover now