Κεφάλαιο 1: Ένα ήσυχο βράδυ.

5.7K 155 72
                                    

Τα βιαστικά μου βήματα που αντηχούν στο πεζοδρόμιο αντανακλούσαν τον ξέφρενο χτύπο της καρδιάς μου, ενώ η λαβή του πατέρα μου ήταν σχεδόν επώδυνη. Ήμουν σίγουρη πως το αποτύπωμα του χεριού του θα είχε χαραχτεί στο μπράτσο μου. Τα πόδια μου πάσχιζαν να ακολουθήσουν τα μεγάλα δικά του βήματα. Σχεδόν έτρεχα πίσω του για να τον προλάβω. Έβλεπα το σαγόνι του να είναι πιο σφιγμένο από ποτέ και τα μάτια του, που συνήθως ήταν τόσο φωτεινά, ανέμελα και γεμάτα αγάπη τώρα ήταν σκούρα και αγριεμένα. Αντανακλούσαν ακριβώς τον ουρανό που υπήρχε από πάνω μας. Αχ αυτός ο ουρανός. Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να ξεσπάσω σε κλάματα. Ένας δυνατός ήχος που ήρθε από πίσω μας με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου. Λάθος κίνηση. Από ένα κοντινό σκοτεινό σοκάκι ξεπρόβαλαν πέντε άντρες ντυμένοι στα μαύρα έχοντας κρύψει το πρόσωπο τους. Τα κεφάλια τους ήταν σκυφτά αλλά πρόφταναν το γοργό βηματισμό του πατέρα μου. Ο μπαμπάς μπορεί να μου ψιθύριζε λόγια παρηγοριάς, λόγια που θα καταλάγιαζαν λίγο τον τρόμο μέσα μου αλλά σε γενικές γραμμές ήταν άσκοπα, σχεδόν ανώφελα. Ξαφνικά σταμάτησα να τον ακούω καθώς ένιωθα να εξφεντονίζομαι μαζί του μερικά μέτρα. Εντελώς αποπροσανατολισμένη και με γόνατα που έτσουζαν από την τριβή στο τραχύ τσιμέντο, σήκωσα το βλέμμα μου και χωρίς να το καταλάβω άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει μόλις είδα το ρόπαλο που βαστούσε ένας να χτυπά με δύναμη την πλάτη του πατέρα μου. Χωρίς να το περιμένω ένα χέρι με χτυπά και εμένα στο πρόσωπο τινάζοντας με από το πεζοδρόμιο που ήμουν μαρμαρωμένη στην μέση του δρόμου. Μας είχαν φτάσει! Η όραση μου θόλωσε και το μόνο που άκουγα ήταν τα μουγκρητά πόνου του πατέρα μου. Παίρνοντας βαθιές ανάσες κατάφερα να καθαρίσω λίγο το οπτικό μου πεδίο. Είδα τον μπαμπά μου να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και να ορμάει σε ένα από τους άντρες που τον χτυπούσαν. Ποτέ δεν τα έβαζε κάτω!! Εγώ παρακολουθούσα με τρόμο το σκηνικό που εξελισσόταν μπροστά μου, χωρίς όμως το σώμα μου να υπακούει στο μυαλό μου που ούρλιαζε να τρέξω να βοηθήσω τον πατέρα μου. Μέσα από τις άγριες φωνές τους που απαιτούσαν το πορτοφόλι του άκουγα την επίμονη φωνή του πατέρα μου να μου λέει να τρέξω. Με παρακαλούσε καθώς τον χτυπούσαν αλλά εγώ είχα πετρώσει από τον φόβο και τον τρόμο μου. Πως μπορούσε να μου ζητάει κάτι τέτοιο; Έπρεπε να τον βοηθήσω! Να τον σώσω! Ένιωθα καυτά δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου και μια ζωώδης κραυγή βοήθειας ξέσκισε τον λαιμό μου. Ένα νέο μουγκρητό ακούστηκε όταν μια νέα γροθιά τον βρήκε στο κεφάλι και είδα τα γόνατα του να πέφτουν άψυχα στο έδαφος. Μπαμπά!!! Έκανα να τον πλησιάσω αλλά πριν φτάσω κάποιος με τράβηξε απότομα από το χέρι. Θυμάμαι να κλαψουρίζω ανακουφισμένη περιμένοντας να είναι κάποιος αστυνομικός ή τουλάχιστον κάποιος που θα μας βοηθούσε. Ωστόσο είδα ένα αγόρι, όχι πολύ μεγαλύτερο από εμένα με ένα βρώμικο μαύρο φούτερ . Αυτός άρχισε να με τραβάει μακριά από το σημείο που χτυπούσαν τον μπαμπά μου. Αντιστεκόμουν και του φώναζα να με αφήσει να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου. Τον άκουσα να μου λέει κάτι αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έλεγε. Μα καλά ηλίθιος ήταν; Δεν καταλάβαινε πως έπρεπε να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου; Ο άγνωστος όμως συνέχισε να με τραβάει από το δρόμο σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο λίγα μέτρα μακριά. Μήπως είναι μαζί τους; Μήπως θέλει να μου κάνει κακό; Άρχισα ξανά να αντιστέκομαι όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Αποκλείεται. Όχι, όχι δεν γίνεται. Κατάφερα να του ξεφύγω. Άρχισα να τρέχω ξανά προς το μέρος που βρισκόταν ο πατέρας μου. Δεν γίνεται να τον πυροβόλησαν!! Πριν καν απομακρυνθώ αρκετά, δυο δυνατά χέρια με ακινητοποίησαν στο έδαφος. Όχι, όχι, ΌΧΙ! Συνέχισα να ουρλιάζω κάτω από το βάρος του κορμιού του, μα τω Θεώ αντιστεκόμουν με όλη μου τη δύναμη αλλά πολύ γρήγορα το σώμα μου με πρόδωσε. Όλες οι φωνές μου και τα ουρλιαχτά μου μετατράπηκαν σε κλάματα και δάκρυα. Το βάρος από πάνω μου χάθηκε και δυο χέρια με σήκωσαν τραβώντας με προς μια παγωμένη πόρτα. Ένιωθα τόσο ξένο το σώμα μου. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και εγώ ήμουν στα χέρια ενός αγνώστου. Παραπάτησα πέφτοντας πάνω του. Το σώμα μου πονάει! Πρέπει να φύγω. Δεν ξέρω καν τις προθέσεις αυτού του αγοριού. Θα μπορούσε να είναι και αυτό μέσα στο σχέδιο τους. Πως μας βρήκε ένα τόσο μεγάλο κακό; Πρέπει να πάω να βρω τον πατέρα μου. Μπορεί να μην χτύπησε αυτόν η σφαίρα. Από τις σκέψεις μου με τράβηξε ένα χέρι γύρω από τον ώμο μου και ένα πάνω στο παγωμένο μάγουλο μου. Μαζεύτηκα περισσότερο όμως αυτή η κίνηση παρηγοριάς ήταν το τελειωτικό χτύπημα για να αρχίσουν και άλλα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου. Χωρίς να το καταλάβω είχα κουλουριαστεί πάνω στο άγνωστο αγόρι. Ίσως να μείναμε έτσι για ώρες, μπορεί και να με πήρε και ο ύπνος. Το επόμενο πράγμα όμως που θυμάμαι είναι να με μεταφέρει ένας άλλος άντρας πολύ πιο μεγαλύτερος μου σε ένα ασθενοφόρο. Με δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και είδα πολλούς αστυνομικούς και νοσοκόμους να με περιτριγυρίζουν. Κατάφερα όμως πριν μπω τελείως στο ασθενοφόρο και χάσω τις αισθήσεις μου να δω το ύφος τους. Αυτό το ύφος που θα στοίχειωνε όλοι την υπόλοιπη ζωή μου. Αυτό το ύφος που μου έδειξε πως αποκλείεται ο πατέρας μου πλέον να βρίσκεται στην ζωή.

The LegacyWhere stories live. Discover now