Κεφάλαιο 1

265 30 29
                                    


Ο θερισμός ήταν κάτι που την κούραζε, μα οι ψυχές δεν μπορούσαν να περιμένουν, αλλιώς οι Επιμελητές θα έπαιρναν μαζί τους καμία που της ξέφυγε ή ξέχασε να μαζέψει. Και αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε να έχει στο κεφάλι της. Περνούσε από σώμα σε σώμα και μαζί με το όνομά τους έγραφε και την αιτία του θανάτου τους σε ένα γκρίζο χαρτί με την μελάνη να κυλά και να στάζει σιωπηλά στο ματωμένο έδαφος. Τα ασημένια της βραχιόλια στο αριστερό χέρι έλαμψαν ζωηρά, καθώς απορροφούσαν άλλη μια ψυχή.

Στα αυτιά της ήρθαν οι σειρήνες της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων. Γιατί έκαναν τον κόπο να στείλουν ασθενοφόρο; Δεν είχε μείνει κανείς ζωντανός. Οι θάνατοι ήταν εξακριβωμένοι από τους ανώτερους και ένας συγκεκριμένος αριθμός της είχε παραδοθεί στα χέρια σε ένα μικρό φάκελο.

Ξεφυσώντας έφερε τα χέρια της στα ασημένια μαλλιά της και τραβώντας τα πίσω τα έδεσε με ένα πρόχειρο σκοινάκι που είχε περασμένο στον καρπό της. Τα γαλάζια μάτια της στράφηκαν στον τελευταίο νεκρό για σήμερα. Η τσέπη της δονήθηκε. Κράτησε σφιχτά το χαρτί στα χέρια της, έβαλε την λεπτή πένα στο στόμα της και προχωρώντας προς τον νεαρό που είχε καταπλακωθεί από ένα τμήμα του λεωφορείου έβγαλε το κινητό της από την τσέπη. Είχε μήνυμα.

Από τον Δρ. Κουραστικός

Έγινε μεγάλη αλλαγή. Ο τελευταίος νεκρός θα σου δημιουργήσει πρόβλημα. Μην φύγεις από εκεί και σε παρακαλώ μην παρακούσεις αυτή την εντολή!

Σταμάτησε επιτόπου το περπάτημα και όλες της οι αισθήσεις χάθηκαν. Κράτησε μόνο εκείνη της ακοής και αφουγκράστηκε τον χώρο γύρω της, πιάνοντας μέχρι και τον πιο αχνό. Δεν ήταν δυνατόν!

Άνοιξε τα μάτια της και έτρεξε προς το τελευταίο πτώμα. Ο νεαρός μπροστά της κειτόταν αναίσθητος, ανάσκελα, με το ένα του χέρι απλωμένο προς το μέρος της, γεμάτο γρατζουνιές και αίματα. Αναίσθητος! Όχι νεκρός ή έστω μισοπεθαμένος. Αναίσθητος!

Τα άλλοτε ξανθά μαλλιά του ήταν τώρα σκονισμένα και κολλημένα μεταξύ τους με πηχτό αίμα, ενώ το πρόσωπό του είχε τις λιγότερες πληγές. Ο υποτιθέμενος νεκρός άφησε μια πνιχτή ανάσα και ύστερα έβηξε. Αχνά, και με δυσκολία, μα έβηξε. Εκείνη πέταξε το χαρτί και την πένα της στο έδαφος και γονάτισε μπροστά από το μισοπλακωμένο κορμί πιάνοντας τον καρπό του. Ένας ζεστός, μικρός και σχεδόν ανεπαίσθητος σφυγμός συνάντησε τα κρύα της δάχτυλα. Άφησε απαλά το χέρι του στο έδαφος και προσπάθησε με τρεμάμενα χέρια να πληκτρολογήσει τον αριθμό του άλλου. Μόλις τα κατάφερε τον κάλεσε, ενώ παράλληλα έλεγχε ξανά τον σφυγμό του άντρα μπροστά της. Στο τελευταίο χτύπημα το σήκωσε.

Η πεταλούδα του θανάτουWhere stories live. Discover now