52 5 0
                                    

Οι ώρες πέρασαν ιδιαίτερα αργά μπορώ να πω, με εμένα να σχεδιάζω στο τετράδιό μου και τον καθηγητή να μιλάει με τις ώρες.

"Ακόμα μιλάει!" Άκουσα την Χριστίνα

"Δεν τον βλέπεις πως είναι; Βεβαίως και ακόμα θα μιλάει."

Για να σας δώσω να καταλάβετε, αυτή την στιγμή έχουμε μάθημα με τον κύριο Αγγελόπουλο. Μας κάνει μαθηματικά και μπορώ να πω ότι έχει μεγαλώσει για αυτή την δουλειά. Γενικά είναι ένας μικρόσωμος άνθρωπος, σίγουρα εβδομήντα. Φοράει πάντα κουστούμι, ένα καφέ με πιο σκούρα παπούτσια και γυαλιά. Στους διαδρόμους δείχνει πάντα πολύ σοβαρός, αλλά είναι πολύ καλός άνθρωπος.

Μετά από λίγη ώρα, που μου φάνηκε αιώνας, το μάθημα τελείωσε και καθώς ήταν η τελευταία ώρα μπορούσαμε επιτέλους να γυρίσουμε σπίτι.

Αχ το σπιτάκι μου. Με τον ωραίο καναπεδούλη του και το ακόμα πιο ωραίο κρεβατάκι.

Εκεί που ονειρευόμουν την πιο υπέροχη στιγμή χαλάρωσης ένιωσα κάποιον να μου τραβάει το χέρι. Και μαντέψτε ποιόν, σας προκαλώ. Τι, δεν ξέρετε;

"Ψιτ καλέ! Ξύπνα!" Άρχισε να φωνάζει η Χριστίνα μέσα στο αυτί μου

"Έλα, γιατί κάνεις έτσι;"

"Γιατί σου μιλάω τόση ώρα και δεν απαντάς!"

"Συγνώμη. Θα μου πεις πάλι;" Την ρώτησα γλυκά

"Ρώτησα αν θες να πάμε για ψώνια."

Πάει η χαλάρωσή μου.

"Όχι!" Μου είπε πριν προλάβω να απαντήσω

"Ορίστε;"

"Δεν θα με παρατήσεις για να πας να κοιμηθείς!" Μου είπε αυστηρά

Το μυαλό μου διαβάζει;

"Μα Χριστίνα μου νυστάζω και εξάλλου πήγαμε την προηγούμενη εβδομάδα." Της είπα

Γενικά δεν τρελαίνομαι για ψώνια. Προτιμώ να κάτσω σπίτι μου και να διαβάσω ένα καλό βιβλίο ή να κάνω ένα σχέδιο παρά να τρέχω από το ένα μαγαζί στο άλλο. Το ξέρω, είμαι περίεργη.

"Και αυτό τι σημαίνει;" Μου είπε έκπληκτη

"Σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ξαναπάμε και ότι έχουμε διάβασμα αν το θυμάσαι. Πρέπει να τελειώσουμε τα σχέδια και να δούμε την θεωρία." Της είπα ελπίζοντας να την πείσω

"Μα αυτό το κάνουμε όλη την ώρα! Έλα μαζί μου. Εξάλλου εσύ τα ξέρεις ήδη όλα τέλεια και τα σχέδια τα έχεις σχεδόν τελειώσει. Αν μου δώσεις τις σημειώσεις σου θα είμαι και εγώ μια χαρά." Μου είπε και πρέπει να ομολογήσω ότι τα επιχειρήματά της ήταν πολύ καλά

"Έλα κολλητούλα! Σε παρακαλώ!" Μου είπε και άρχισε να με κοιτάει με κουταβίσια μάτια

"Αν σου πω να πάμε, θα σταματήσεις να με κοιτάς έτσι;" Μόλις το είπα αυτό άρχισε να χοροπηδάει σε όλη την αυλή, σαν ένα μικρό παιδί που του πήρες αυτό που ήθελε για τα γενέθλιά του

"Για ψώνια θα βγούμε, δεν κέρδισες στο καζίνο." Της είπα γελώντας

"Θα γίνει και αυτό! Εξάλλου εσύ ποτέ δεν βγαίνεις έξω οπότε και αυτό είναι βραβείο για τον κόπο μου"

"Ε όχι και ποτέ" της είπα και έκανα την παρεξηγημένη

"Ναι έχεις δίκιο. Έχεις βγει άλλες δύο φορές" μου είπε και της έβγαλα την γλώσσα

Όσο εμείς μιλούσαμε και γελούσαμε είδα από μακρυά τους καθηγητές να στέκονται μπροστά στην κύρια είσοδο του πανεπιστημίου. Ένας όμως μας κοιτούσε έντονα. Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες ή τυχαία αλλά μόνο αυτόν έβλεπα. Το βλέμμα του ακόμα και από τόσο μακριά, ακόμα και αν δεν μπορούσες να τον δεις κατάματα, ήταν επιβλητικό, αυστηρό και σοβαρό, όπως και ο ίδιος άλλωστε στο μάθημα. Το γέλιο μου κόπηκε. Ακόμα και μόνο με την παρουσία του μπορούσε να σε ελέγχει. Τον κοιτούσα συνέχεια χωρίς να μπορώ να κάνω αλλιώς.

"Είσαι καλά;" Με ρώτησε η Χριστίνα

"Ναι μια χαρά."

"Τι κοιτάς;" Ρώτησε και της έκανα νόημα. Τον είδε και εκείνη.

Δεν έμοιαζε όμως να επηρεάζεται από το βλέμμα του. Αντιθέτως τον χαιρέτησε με χαρά και ξεκίνησε να φεύγει με εμένα να την ακολουθώ.

Εκείνος δεν άλλαξε στάση. Μας έβλεπε ακόμα, αλλά κάτι μου έλεγε ότι δεν το έκανε με κακία αλλά με νοσταλγία ή ίσως και με στεναχώρια. Δεν ήξερα. Πριν φύγω γύρισα άλλη μια φορά να τον δω, οι ματιές μας κλειδώθηκαν, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος και ένιωσα τα μάγουλά μου να παίρνουν φωτιά. Σίγουρα είχα κοκκινίσει. Έφυγα βιαστικά με σκυμμένο το κεφάλι. Και με δύο ερωτήματα να με βασανίζουν. Γιατί να νιώσω έτσι και κυρίως γιατί με το βλέμμα του Φιλίππου Παπακωνσταντίνου.

Δεν ΓίνεταιNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ