Κεφάλαιο 4°♡

790 59 19
                                    

Αρχίσαμε να περπατάμε με την Σαββίνα...

Εγώ: Που πάμε;

Την ρώτησα.

Σ: Σε ένα μαγαζί, εδώ κοντά!

Απάντησε και συνεχίσαμε να περπατάμε για λίγο ακόμα...

Σ: Λοιπόν... Φτάσαμε!

Μπήκαμε μέσα στο μαγαζί - σαν καφετέρια - και καθήσαμε σε ένα τραπέζι.

Εγώ: Σαββίνα... Νιώθω ότι ο Μάρκους είναι εδώ.

Είπα κοιτώντας τριγύρω...

Σ: Τι λες ρε;

Εγώ: Χριστέ μου, να τος.

Σ: Που;

Εγώ: Ε δεν θα δείξω κιόλας. Προς τα εκεί!

Απάντησα και έκανα νόημα με το κεφάλι μου...

Όταν τον είδε γύρισε κανονικά στην θέση της.

Σ: Έχεις όντως πρόβλημα!

Εγώ: Γιατί;

Σ: Καταλαβαίνεις ότι είναι στον ίδιο χώρο μαζί σου.

Εγώ: Εεε αφού τον αγαπώ!

Σ: Έλα ρε, δεν το είχα καταλάβει!

Εγώ: Μην κοροϊδεύεις.

Τότε σκάσαμε στα γέλια!

Και ήρθε ο σερβιτόρος...

Σερβ: Τι θα πάρετε;

Σ: Εγώ ένα κρύο τσάι.

Εγώ κοιτούσα τον Μάρκους και ξαφνικά με σκούντιξε η Σαββίνα.

Εγώ: Τι; 

Είπα χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τον Μάρκους!

Σ: Τι θα πάρεις;

Εγώ δεν απαντούσα, ήμουν αφηρημένη...

Σ: Το ίδιο και για την φίλη μου.

Σερβ: Εντάξει!

Ο σερβιτόρος έφυγε...

Σ: Ρε, Γη καλεί Μαριάνθη. Μαριάνθη με λαμβάνεις;

Ρώτησε και κούνησε το χέρι της μπροστά στα μάτια μου για να δουν αν ζω.

Ενώ εγώ ήμουν στον κόσμο μου.

Εγώ: Μαζέψου, δεν βλέπω.

Είπα και πήρε το χέρι της από μπροστά μου...

Σ: Αααα δεν γίνετε άλλο! Έχε χάρη που παραγγείλαμε, αλλιώς θα σε έπαιρνα και θα πηγαίναμε σε άλλο μαγαζί...

Τότε ο Μάρκους με κοίταξε!

Παναγία μου.

Με γνώρισε;

Μαριάνθη μην τον κοιτάς, σε κοιτάει.

Μα δεν μπορώ, είναι τόσο γλύκας!

Τότε μου χαμογέλασε!

Του χαμογέλασα και εγώ.

Σ: Τι κάνεις παιδί μου; Γελάς μόνη σου;

Είπε και γύρισε να δει σε ποιον χαμογελούσα.

Μόλις κατάλαβε ότι κοιτούσα τον Μάρκους ξαναγύρισε μπροστά!

Σ: Έχεις πάθει κόλλημα...

Εγώ: Εδώ και κάτι χρόνια.

Ξεφύσηξε.

Ο σερβιτόρος μας έφερε τα τσάγια (όπως λένε και στο χωριό. Όχι; Εντάξει πλάκα κάνω!).

[ Μετά από 30 λεπτά ]

Ο Μάρκους με την παρέα του σηκώθηκαν από το τραπέζι και φόρεσαν τα μπουφάν τους...

Λογικά θα φύγει.

Καθώς περνούσε από εμένα μου έπιασε τον ώμο!

Μακ: Καληνύχτα!

Μου είπε ψυθηριστά και έφυγε από το μαγαζί.

Εγώ: ΟΜΓ! ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ. ΑΣ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ! ΒΑΣΙΚΑ ΜΗΝ ΜΕ ΞΥΠΝΑΤΕ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΟΝΕΙΡΟ!!!

Σ: Δεν είναι όνειρο! Σου είπε «καληνύχτα».

Εγώ: Παναγία μου και Χριστέ μου. Ο Marcus Gunnarsen μου είπε καληνύχτα!

Σ: Ναι!

Εγώ: Ωραία ωραία! Πάμε να φύγουμε. Τώρα έφυγε, μπορεί να τον προλάβουμε!

Είπα και σηκώθηκα από την θέση μου!

Ήπια στα γρήγορα λίγο τσάι που είχα αφήσει και άρχισα να περπατάω γρήγορα πίσω από τον Μάρκους.

Σ: Περίμενε!

Άφησε χρήματα στο τραπέζι και βγήκε έξω μαζί μου.

Με πρόλαβε και τους πήραμε απο πίσω!

Κατάσκοπος και έτσι. #not

Και έπεσα πάνω σε μια πέτρα. Που μόνο πέτρα δεν ήταν! Και κάπως έτσι έχασα την ισορροπία μου και έπεσα ξανά, πάνω στον Μάρκους...

Αλλά αυτή την φορά έπεσε και αυτός.
Και ήταν στο έδαφος, ενώ εγώ από πάνω του...

You! {M.G.}Where stories live. Discover now