Επίλογος

129 33 42
                                    

Όταν επιτέλους ξυπνάω δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι ώρα μπορεί να είναι, τι μήνα έχουμε και αν όντως κάποιος προσπαθούσε να με δείρει μέχρι θανάτου όσο κοιμόμουν ή είναι απλά ιδέα μου. Κάνω μία απόπειρα να σηκωθώ αλλά αμέσως αρχίζω να ζαλίζομαι και το δωμάτιο γύρω μου κάνει σβούρες.

Έλα τώρα Κέιντεν, συγκεντρώσου!, μαλώνω τον εαυτό μου και βάζω εκνευρισμένος το πρόσωπό μου μέσα στις μουδιασμένες παλάμες μου. Χρειάζομαι περίπου δύο δευτερόλεπτα μέχρι να θυμηθώ τα πάντα.

Τον μπαμπά μου.

Το ατύχημα.

Το νοσοκομείο.

Τη Φλώρα να με βρίσκει εκεί.

Τη Φλώρα να με γυρνάει σπίτι.

Όπα κάτσε.

Πού είναι η Φλώρα;

Ξεχνώντας εντελώς τη ζαλάδα πετάγομαι από το κρεβάτι σαν να είχα ελατήριο και ορμάω έξω από το δωμάτιο τρέχοντας. Κοιτάζω σε όλο το σπίτι, αλλά δεν την βρίσκω πουθενά. Πρέπει να έφυγε την ώρα που κοιμόμουν. Αυτό δεν της είχα πει τέλος πάντων; Της ζήτησα να μείνει μέχρι να αποκοιμηθώ και αυτό ακριβώς έκανε.

Επιστρέφοντας πίσω στο δωμάτιό μου, ένα παγωμένο ρίγος φωλιάζει στη σπονδυλική μου στήλη και αρχίζω να νιώθω κενός. Όχι για τον μπαμπά μου, είμαι σίγουρος ότι θα είναι εντάξει, παρά τις ανησυχίες μου. Για μία ακόμα φορά η Φλώρα ήταν εκείνη που μου φέρθηκε με τόση υπομονή και εγώ ήμουν απότομος και αγενέστατος. Το μόνο που ήθελε ήταν να βοηθήσει και εγώ της έδωσα άλλον έναν λόγο για να με μισεί. Τέλεια.

Κάθομαι στο κρεβάτι μου σε πλήρη απελπισία. Το σχολείο ξεκινάει σε λίγες μέρες και θα πρέπει αργά ή γρήγορα να αντιμετωπίσω και εκείνη και τις πράξεις μου.

Η επιφάνεια του γραφείου τραβάει την προσοχή μου για μία στιγμή. Δε νομίζω ότι ήταν όλα τόσο τακτοποιημένα την τελευταία φορά που τα άφησα. Για την ακρίβεια δε νομίζω ότι ήταν τόσο τακτοποιημένα από την τελευταία φορά που τα συμμάζεψε η Φλώρα.

Ένα αδύναμο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό μου την ώρα που σηκώνομαι με κατεύθυνση το γραφείο μου. Είναι εκατό τοις εκατό σίγουρο ότι η Φλώρα οργάνωσε τα πάντα εδώ. Όλα τα βιβλία μου είναι στοιβαγμένα στη μία άκρη του γραφείου μου και παρομοίως τα τετράδια στην άλλη.

Και τότε είναι που βλέπω το τετράδιο «Σκέψεις» ορθάνοιχτο στη μέση του γραφείου και αρχίζω να νιώθω έτοιμος να κάνω παρέα στον μπαμπά μου στα επείγοντα του νοσοκομείου.

Δεν μπορεί να το διάβασε. Αν το διάβασε, είμαι νεκρός.

Δαγκώνω ασυναίσθητα το κάτω χείλος μου τη στιγμή που κάθομαι στην καρέκλα μου. Παρατηρώ σχεδόν αδιάφορα ότι ένα από τα στυλό μου είναι απρόσεκτα ξεχασμένο δίπλα στο τετράδιο. Το ότι οι «Σκέψεις» θα έπεφταν στα χέρια της Φλώρα δεν μου είχε προκύψει ποτέ πιο πριν σαν ιδέα και τώρα που υπάρχει μία τεράστια πιθανότητα να το έχει διαβάσει κιόλας δε είμαι απλά φοβισμένος. Είμαι, βασικά, τρομοκρατημένος.

Παίρνω το τετράδιο στα χέρια μου. Είναι ανοιχτό στη σελίδα που είχα γράψει στις 20 Ιουνίου του 2016, σύμφωνα με την επικεφαλίδα. Θυμάμαι πολύ καλά τι είχα γράψει εκείνη την ημέρα και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μου περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι το να εξαφανιστώ στο Νεπάλ και να γίνω μοναχός δεν είναι και τόσο κακή ιδέα τελικά.

Άρα το διάβασε.

Άρα ξέρει.

Άρα είμαι καταδικασμένος.

Αυτό που μου κάνει εντύπωση όμως είναι μία επιπλέον γραμμή που δεν θυμάμαι να είχα γράψει. Συν το ότι ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι δικός μου. Η Φλώρα πρέπει να την έχει προσθέσει, και αυτό θα εξηγούσε και την παρουσία του στυλό.

Η καρδιά μου έχει αρχίσει να χτυπάει επικίνδυνα γρήγορα όταν διαβάζω τι έχει γράψει.

Δεν πειράζει Κέιντεν. Είμαστε εντάξει :)

Διαβάζοντας ΕσέναWhere stories live. Discover now