«Μανούλα σ'αγαπώ»

34 2 0
                                    

Το χρυσόξανθο αγοράκι ξεπρόβαλε δειλά δειλά στο σαλόνι. Είχε τα χέρια κριμένα πίσω του ως ένδειξη αμηχανίας και την έκφραση του προσώπου του χαρακτήριζε ένα δήγμα αφέλειας και πονηριάς συνάμα. Ακριβώς το ύφος που αποκτούν τα παιδιά όταν έχουν κάνει κάποια σκανταλιά.

Ήταν μετά βίας πέντε χρονών και το πλούσιο τρίχωμα των μαλλιών του έπεφτε ανέμελα στο πρόσωπό του σαν άχυρα. Όμοια με πευκοβελόνες. Έμοιαζε ευτυχισμένο και γεμάτο ψυχική ενέργεια.

Η μητέρα του σιδέρωνε μπροστά από την τηλεόραση, καθισμένη στον καναπέ. Έδειχνε κουρασμένη από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας. Φύσαγε και ξεφύσαγε.

«Μαμά…» την πλησίασε αργά. Η μητέρα του τον αγνόησε.

«Έ, μαμά!»

«Τι θες;» φώναξε.

Το αγοράκι δάγκωσε το κάτω χείλος του, και το μάτωσε μέσα στην νευρικότητα του.

«Εεε…έκανα μια ζημιά» ψιθύρισε σιγανά.

Το δολοφονικό βλέμμα της μητέρας καρφώθηκε πάνω του απειλητικά.

«Τι ζημιά;» η φωνή της ήταν σχεδόν υστερική. Το αγοράκι δεν απάντησε.

«Σε ρώτησα κάτι!» ύψωσε την φωνή της ακόμα περισσότερο.

«Ζω…ζωγράφισα κάτι πάνω στο σεντόνι μου.»

Η μητέρα πέταξε κάτω το σίδερο και το πλησίασε γέρνοντας το κορμί της απειλητικά προς τα πάνω του. Τον τρόμαξε. Το πρόσωπο της παραμορφώθηκε από την οργή που ανάβλυζε μέσα της.

«Με τι;»

«Με το κραγιόν σου, μαμά ζωγραφίζει τόσο ωραία, πρέπει να το δεις, έλα γρήγορα…» είπε το παιδάκι γεμάτο προσμονή.

«Με το κραγιόν μου; Το κραγιόν ΜΟΥ;» Η μητέρα άρπαξε το παιδάκι από τα μαλλιά του και το σήκωσε επάνω. Μια παιδική τσιρίδα αντήχησε ανατριχιαστικά στο σαλόνι και ένας χείμαρρος από δάκρυα πλημμύρισαν τα μάγουλά του.

Άρχισε να τον χτυπά αλύπητα σε όλο του το σώμα. Στο κάθε χτύπημα αντικατοπτρίζονταν ο θυμός της. Τα μάτια της γυάλιζαν θαμπωμένα, γεμάτα μίσος. Το παιδάκι ανήμπορο να αντιδράσει, το μόνο που ήταν σε θέση να κάνει ήταν να προφέρει ένα νωθρό «Μαμά σταμάτα» Μετά βούλιαζε και πάλι σε λυγμούς. Η μητέρα δεν σταμάτησε θολωμένη, μόνο όταν η αδύναμη φωνούλα του παιδιού εξασθένησε και τελικά έσβησε για πάντα.

Η μητέρα κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Κλειστά και πληγωμένα, πληγωμένα από τα ίδια της τα χέρια.

«Μωρό μου… μωρό μου άνοιξε τα ματάκια σου…» η φωνή της σταμάτησε απότομα από έναν πνιχτό λυγμό. Έσκυψε μπροστά και ξάπλωσε πάνω στο παιδί της.

Σε λίγο σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το δωμάτιο του γιου της. Άνοιξε την πόρτα έτοιμη να καταρρεύσει και κοίταξε το σεντόνι.

Πάνω στο λευκό ύφασμα, με κατακόκκινο χρώμα ήταν γραμμένες μόνο δυο λέξεις…

…Μανούλα σ’αγαπώ…

Kamu telah mencapai bab terakhir yang dipublikasikan.

⏰ Terakhir diperbarui: Jul 27, 2018 ⏰

Tambahkan cerita ini ke Perpustakaan untuk mendapatkan notifikasi saat ada bab baru!

Δεν Υπάρχει Περίπτωση να μη Κλάψεις! Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang