//1//Θα ζούσαν!//

691 57 83
                                    

{Twelve days before}
Όλα ξεκίνησαν εκείνη την ημέρα. Εκείνη την καταραμένη μέρα του χειμώνα, σχεδόν δεκαοκτώ χρόνια πριν, όταν η μητέρα μου πάσχιζε να φέρει στο κόσμο το μωράκι της. Όλα φάνταζαν όμορφα εκείνη την ημέρα. Μόλις το κλάμα του υγιούς μωρού τρύπωσε στα αυτιά της, η ευτυχία δεν άργησε να φωλιάσει στην καρδιά της.

Τα χρόνια περνούσαν αργά, αλλά όμορφα. Μια ευτυχισμένη οικογένεια, έλεγαν όλοι. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους. Όντως η οικογένεια μας ήταν ευτυχισμένη. Από την ημέρα που γεννήθηκα, η ευτυχία ήταν χαραγμένη στα θεμέλια της οικογένειας μας. Τίποτα δεν θα κατάφερνε να κόψει της ρίζες της ευτυχίας. Αυτό πίστευα. Ή μάλλον, αυτό πιστεύαμε.

Όμως, τα καλά πράγματα αργά ή γρήγορα τελειώνουν, έτσι δεν είναι;

Όσο ήμασταν μικρά τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα. Ο αδερφός μου κι εγώ παίζαμε κάθε μέρα. Δεν είχα συναντήσει πιο αγαπημένα αδέρφια από τους δυο μας. Η μητέρα, μας φρόντιζε καθημερινά. Μπορώ να νιώσω την ζεστασιά του χαμόγελου της, κάθε φορά που μας παρατηρούσε να παίζουμε, ακόμα και τώρα.

Ήταν η πιο δυνατή γυναίκα που θα μπορούσα να γνωρίσω. Είχε ζήσει πολλά. Είχε υποστεί πολύ πόνο. Όταν, ο γιατρός τους ανακοίνωσε, μετά την γέννα του αδερφού μου, πως δεν θα μπορέσει να γεννήσει ξανά, κάτι μέσα της έσπασε. Και αυτό ήταν η καρδιά της.

Άλλα ζευγάρια θα είχαν παρατήσει τις προσπάθειες τους. Τρία χρόνια πάλευαν, όμως όλες οι προσπάθειες τους έπεφταν στο κενό. Θα μπορούσα να έχω τόσα αδερφάκια! Αλλά, κανένα από αυτά δεν κατάφερε να ζήσει. Κανένα, εκτός από εμένα. Το μόνο, που μετά από τρία χρόνια επανειλημμένων αποτυχιών, δεν απέβαλε ο οργανισμός της. Ήταν μια δύσκολη εγκυμοσύνη, όμως δεν την ενδιέφερε τίποτα παραπάνω από το να βγω ζωντανή.

Ο πατέρας μας δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Ήξερε πολύ καλά, πως τον χρειαζόταν δίπλα της. Αλλά, πολύ περισσότερο την είχε ανάγκη ο ίδιος. Χρειαζόταν την οικογένεια του δίπλα του, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Για να μην χαθεί μέσα στον απέραντο ωκεανό της απελπισίας. Ήμουν η τελευταία τους ελπίδα. Αν κατέρρεα εγώ θα κατέρρεε μαζί μου κάθε ίχνος από την ελπίδα τους.

Όμως, τα κατάφερα. Έζησα. Κατάφερα να ενώσω τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς της. Ο τρόπος που χαμογελούσε μετά από όλον τον πόνο που υπέστησε ήταν αξιοθαύμαστος. Ένα είδος ανταμοιβής για την επιβίωση μου.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Με πολλή αγάπη, ευτυχία και ευθυμία. Μέχρι τότε. Τότε που η ζωή αποφάσισε να μου δείξει το σκληρό της πρόσωπο.

One Last Time Where stories live. Discover now