Ας συστηθουμε πρώτα!

835 92 16
                                    

<Εσύ!> Γύρισα και τον έδειξα με το δάχτυλο μου. Καθόταν άνετος με το ποτό του στον καναπέ και απλός κοιτούσε. Και το πρώτο πράγμα που είπε ήταν <Τώρα αρχίζει το πάρτι!>. <Για ποιον λόγο με έφερες σε αυτό το μέρος!> Γύρισα και έσπρωξα τον Μιχάλη. <Τι στον κόρακα έχεις στο μυαλό σου! Πρώτα εμφανίζεσαι ξανά στην ζωή μου και μετά με φέρνεις αντιμέτωπη με αυτόν που με βίαζε!> Και άρχισα να τον βαράω. 

<Ψιψίνα ήρεμα!> Φώναξε ο Μάνος, όμως εγώ δεν σταματούσα. 

Ο Μιχάλης δεχόταν κάθε μου χτύπημα και δεν έκανε καμία προσπάθεια να με σταματήσει. Τα χέρια του με κρατούσαν από την μέση σταθερή και απλός με κοιτούσε με το ψυχρό του βλέμμα. Ίσως αυτό να ήταν πάντα. Ψυχρός. Ποτέ δεν ένιωσε κάτι, για αυτό έκανε ότι ήθελε και με τον δικό του τρόπο. Γιατί ποτέ δεν τον ένοιαζε πως θα νιώσει ο άλλος και σε πόσα κομμάτια θα τον διαλύσει. 

<Σε παρακαλώ άσε με να σου εξηγήσω> Είπε χαμηλόφωνα την πρώτη φορά και δεν τον άκουσα. Επανέλαβε ακόμη μια φορά στον ίδιο τόνο μα ούτε τότε σταμάτησα. Εκείνος συνέχισε λέγοντας συνέχεια την ίδια φράση, μέχρι που κουράστηκα. Είχα κουραστεί να τον χτυπάω, αλλά δεν συγκρινόταν με την ψυχική κούραση μου. 

Οι μπουνιές μου έπεσαν για μια τελευταία φορά πάνω στο στήθος του και μετά ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω τους. Τον ένιωσα που ξεφύσησε. Το στήθος του πήρε όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσε και μετά το έβγαλε έξω. 

Ο Μάνος δίπλα μας είχε μείνει κάγκελο και είχε σταματήσει να μου λέει να ηρεμήσω. Προφανώς και θα είχε καταλάβει ότι αυτό που προσπαθούσε να κάνει ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Έκλεισε την πόρτα και έκανε νόημα στον Μιχάλη να με φέρει να καθίσω στον καναπέ. Άρχισε να κουνιέται με μικρά βήματα προς τον καφέ καναπέ και εγώ οπισθοχωρούσα. Ακούμπησαν οι γάμπες μου στο μαλακό υλικό και κάθισα μηχανικά. 

Ακριβώς απέναντι μου υπήρχε το πιο αναίσθητο άτομο. Καθόταν και έπαιζε με το ποτό του κουνώντας το κυκλικά. Τα μάτια του ήταν κολλημένα εκεί και δεν με κοιτούσε. Ο Μάνος έβαλε σε ένα ποτήρι ουίσκι και το έδωσε στον Μιχάλη. Μόλις το πήρε στο χέρι του κατέβασε όλο το περιεχόμενο του και το έδωσε πίσω στον Μάνο να το ξαναγεμίσει. Το χρυσό υγρό δημιουργούσε μια γλυκιά ζέστη στο εσωτερικό του λαιμό του και τα μάτια του αμέσως ζωντάνεψαν. 

Πήρε το ποτήρι από τον Μάνο και πήγε δίπλα στο τζάκι όρθιος. Ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια του. Κανείς δεν μιλούσε και η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο αμήχανη. Που είχα μπλέξει? Βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο με τον απαγωγέα-βιαστή μου, με τον αδερφό του και τον βιαστή-δολοφόνο του απαγωγέα  μου. 

Σαν Το Μαυρο-Κοκκινο ΤριανταφυλλοWhere stories live. Discover now