Κεφάλαιο 57

4.9K 483 28
                                    

Ο Μιχάλης βγήκε από το αυτοκίνητό του, ακούμπησε με τους γοφούς του στο πλάι της πόρτας και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. Ανυπομονούσε να δει την Ιφιγένεια αναρωτιόταν πως να ήταν μετά από τόσα χρόνια.

Την είδε την στιγμή που εκείνη βγήκε από την μεγάλη γυάλινη πόρτα της εταιρίας. Το πρόσωπό της ήταν ακόμη πιο όμορφο από ότι  στο παρελθόν και το κορμί της ήταν θηλυκό, γεμάτο καμπύλες σε αντίθεση με το άγουρο εφηβικό σώμα που εκείνος θυμόταν. Χαμογέλασε πλατιά και προχώρησε προς το μέρος της : " Ιφιγένεια, είσαι ακόμη πιο όμορφη μετά από τόσα χρόνια!" Την αγκάλιασε.

"Μιχάλη, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Και εσύ δεν πας πίσω."

Εκείνος την βοήθησε να μπει στο αυτοκίνητό του και της έκλεισε την πόρτα. Μετά πήγε και κάθισε στην θέση του οδηγού με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του. Αισθανόταν χαρούμενος που ξαναβρέθηκε με τον πρώτο του έρωτα.

Ο Μιχάλης την ρώτησε που θα ήθελε να πάνε και εκείνη του είπε οτι δεν πεινούσε και θα προτιμούσε να πήγαιναν κάπου για να πιουν κάτι. Πήγαν σε μια καφετέρια που βρισκόταν κοντά στην εταιρία. Την ώρα που πήγαιναν στο τραπέζι ακούστηκε το τηλέφωνο της Ιφιγένειας. Ήταν η μητέρα της.

"Έλα μαμά. Τι έγινε;" Η μητέρα της σπάνια την έπαιρνε τηλέφωνο εκτός και αν είχε να της παραγγείλει κάτι ή είχε κάτι σημαντικό να της πει.

"Ιφιγένεια, ο πατέρας σου ... ο πατέρας σου ... είμαστε στο νοσοκομείο."

Η Ιφιγένεια αισθάνθηκε τα πόδια της να κόβονται και κάθισε στην καρέκλα: " Πες μου  που είσαστε." Μπορούσε να καταλάβει οτι η μητέρα της τα είχε χαμένα.

Η Ειρήνη με δυσκολία της είπε  και της ζήτησε να ειδοποιήσει και τον Κώστα. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο εκείνη στράφηκε στον Μιχάλη και του είπε με τρεμάμενη φωνή: "Λυπάμαι πρέπει να φύγω. Κάτι κακό πρέπει να έχει συμβεί και η μητέρα μου ακούστηκε πανικόβλητη. "

Σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να πάει κατά την είσοδο. Ο Μιχάλης της έπιασε το μπράτσο και την σταμάτησε: " Περίμενε, θα σε πάω εγώ."

Στο δρόμο για το νοσοκομείο εκείνη τηλεφώνησε και στον αδερφό της και του είπε όσα της είχε πει η μητέρα της. Σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο η Ιφιγένεια έμεινε αμίλητη και ο Μιχάλης δεν προσπάθησε να της ανοίξει κουβέντα αφού ήξερε οτι το μυαλό της ήταν στους γονείς της.

Μόλις μπήκαν στο νοσοκομείο  Μιχάλης πήγε κατευθείαν στην κοπέλα που καθόταν στις πληροφορίες. Εκείνη του έδωσε κατευθύνσεις και οι δυο τους με την Ιφιγένεια άρχισαν να περπατούν γρήγορα προς τα εκεί που τους είπε. Όταν έφτασαν στον μακρύ διάδρομο η Ιφιγένεια είδε από μακριά την μαμά της. Καθόταν σε μια καρέκλα και είχε κρύψει το πρόσωπό της στις παλάμες της. Η Ιφιγένεια κοκκάλωσε και άπλωσε το χέρι της στον Μιχάλη δίπλα της για παρηγοριά. Εκείνος το έπιασε και της είπε με χαμηλή φωνή: " Πάμε κοντά της."

Ο Μιχάλης έσφιξε το χέρι της για να της δώσει θάρρος και οι δυο τους προχώρησαν προς την μαμά της που δεν φάνηκε να τους αντιλαμβάνεται. Ο Μιχάλης κοίταξε το πρόσωπο της Ιφιγένεις δίπλα του και τρόμαξε από το χρώμα της. Είχε γίνει άσπρη σαν το πανί. Όταν έφτασε μπροστά στην μαμάτης γονάτισε και έπιασε απαλά τους ώμους της: " Μαμά! Τι έγινε;" Η φωνή της σχεδόν δεν έβγαινε.

Η Ειρήνη κατέβασε τα χέρια της και την κοίταξε σα να μην την έβλεπε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκιναq "Ιφιγένεια, ο μπαμπάς σου... ο μπαμπάς σου μας άφησε." Η Ειρήνη ξαναέκρυψε το πρόσωπό της και η Ιφιγένεια αισθάνθηκε σα να φεύγει η από μέσα της όλη της η ενέργεια. Όλα γύρω της άρχισαν να γυρίζουν ώσπου στο τέλος όλα γύρω της σκοτείνιασαν και άρχισε να καταρρέει. Ο Μιχάλης άπλωσε αμέσως τα χέρια του και την συγκράτησε πριν πέσει στο γυαλιστερό πάτωμα.


Ο Νικόλας δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα όσα είχε ακούσει από τον Μιχάλη αλλά ήδη στο μυαλό του μπορούσε να συνδέσει γεγονότα και καταστάσεις με την εμπλοκή της Χαράς. Καθισμένος στο γραφείο του, χτύπησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο έπιπλο κατηγορώντας τον εαυτό του που δεν έδωσε σημασία στα λόγια της Ιφιγένειας ποτισμένος με το φαρμάκι της Χαράς.

Όταν χτύπησε το τηλέφωνό του είδε το νούμερο του πατέρα του: " Έλα μπαμπά. Πως και με θυμήθηκες;"

Ο πατέρας του ήταν πολύ θυμωμένος μαζί του για το θέμα του διαζυγίου με την Ιφιγένεια, ότι και αν του έλεγε και από ότι έδειχναν τα πράγματα είχε δίκιο.

Η φωνή του Ίωνα ακούστηκε περίεργα σφιγμένη όταν του είπε πήγαινε αμέσως στο νοσοκομείο. Εγώ έχω ήδη ξεκινήσει."

Ο Νικόλας πανικοβλήθηκε: " Έγινε κάτι; Έπαθε κάτι η Αλεξία;"

Ο Ίωνας είπε με θλίψη : " Όχι η Αλεξία είναι μια χαρά όμως πέθανε ο Μανώλης, ο πατέρας της Ιφιγένειας. Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις στο νοσοκομείο. Η οικογένεια χρειάζεται την συμπαράστασή μας."

Αν και ανακουφισμένος που η αδερφή του ήταν καλά, ο Νικόλας αισθάνθηκε μεγάλη στεναχώρια για τον πεθερό του αφού πάντα τον συμπαθούσε και τον εκτιμούσε σαν προσωπικότητα. Με το μυαλό του στην Ιφιγένεια και την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν, σηκώθηκε και με μεγάλα βήματα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Κατάφερα να ανεβάσω άλλο ένα κεφάλαιο σήμερα. Ελπίζω να σας αρέσει !!!!

ΦΗΜΕΣWo Geschichten leben. Entdecke jetzt