ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

83 11 11
                                    

Η Τζίλντα, στην κάμαρά της, τυλιγμένη στο κρεβάτι της, ξαγρυπνούσε κοιτώντας έξω από το παράθυρο, το ένα μοναδικό παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού, το οποίο τύχαινε να βρίσκεται στο δωμάτιό της. Έσφιγγε αφηρημένα στην αγκαλιά της το μαξιλάρι της, ακουμπώντας το ξανθό κεφαλάκι της στο περβάζι του παραθύρου.
Τόσες σκέψεις μπλέκονταν σαν κουβάρι στο μυαλό της. Ο πατέρας της, που τον αγαπούσε κι ήξερε ότι την αγαπούσε κι αυτός, όμως ένα μυστήριο κάλυπτε τη μορφή του κι αυτό την αναστάτωνε. Οι υποψίες του, η επιμονή του να την κρατάει κλεισμένη στο σπίτι, τόσα πράγματα που δεν καταλάβαινε. Κοίταξε όλο ελπίδα στον ουρανό, που είχε ηρεμήσει πια, και τα σύννεφα του είχαν χαθεί και τ' άστρα του είχαν προβάλλει. Μπορεί να ήταν θαμπά, αλλά ήταν εκεί.
"Μανούλα, ένα άστρο είσαι κι εσύ" ψιθύρισε η Τζίλντα με ευλάβεια. "Με βλέπεις. Πες μου, τι να κάνω;"

Ένιωσε ένα φως να τη χτυπάει στο πρόσωπο και γύρισε απότομα. Στην πόρτα στεκόταν η Τζοβάνα με ένα κερί. Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι, καθώς η Τζίλντα χωνόταν βιαστικά κάτω από τα σκεπάσματα.
"Κοιμάμαι, Τζοβάνα" παραπονέθηκε ήσυχα η Τζίλντα. Η Τζοβάνα της χάιδεψε τα μαλλιά γνέφοντας αρνητικά.
"Όχι, δεν κοιμάσαι" είπε χαμηλόφωνα. "Ήσουν ξύπνια τόση ώρα και κοίταζες έξω. Τι είναι;"
Η Τζίλντα αναστέναξε αλλά δεν απάντησε. Η Τζοβάνα κοίταξε σιωπηλή έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο.
"Λες να κάναμε λάθος, Τζοβάνα;" ρώτησε η κοπέλα σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
"Λάθος;" απόρησε η Τζοβάνα. "Τι εννοείς;"
Η Τζίλντα ανασηκώθηκε.
"Όταν ο πατέρας μας ρώτησε για την εκκλησία, δεν του είπαμε την αλήθεια. Πως μας ακολουθούσε εκείνος ο νέος..."

Ο Δούκας, που τώρα είχε μετακομίσει κάτω από το παράθυρο της Τζίλντα, το άκουσε κι αμέσως έστησε αυτί.

Η Τζοβάνα στο μεταξύ σκέφτηκε, γεμίζοντας φόβο, ότι αν ο Ριγκολέτο το μάθαινε αυτό, μπορεί και να το πλήρωνε η ίδια με τη ζωή της. Κανείς δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει μέσα στο θυμό του.
"Είναι καλύτερα που δεν του το είπαμε" έκανε η Τζοβάνα. "Τον βλέπεις πώς είναι. Κάθε μέρα και μια καινούργια υποψία. Αν το ήξερε δε θα σε ξανάφηνε να βγεις ούτε για να πας στην εκκλησία. Θα σε κλείδωνε εδώ μέσα, άκου με που σου λέω..."
"Το ξέρω" αποκρίθηκε η Τζίλντα.
"Και στο κάτω κάτω δεν πιστεύω να μην σου άρεσε εκείνος"
Ο Δούκας πλέον κρεμόταν από τα χείλη της. Η Τζίλντα χαμογέλασε ονειροπόλα.
"Μα μου άρεσε" είπε. "Ήταν πολύ όμορφος και φαινόταν τόσο ευγενικός. Ένας πραγματικός κύριος"
Ο Δούκας ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Μόνη του έγνοια εκείνη τη στιγμή ήταν η εικόνα της Τζίλντα που την έλουζε το χλωμό φως του ουρανού. Έπρεπε, έπρεπε να την κάνει δική του.
"Θα μπορούσα να τον αγαπήσω" έκανε η Τζίλντα. "Θα τον αγαπούσα, όχι όμως αν ήταν κανένας ευγενής ή πρίγκιπας. Αν ήταν φτωχός, τότε ναι. Στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου θα του φώναζα: Σε α..."

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Where stories live. Discover now