αυτό που αγάπη λέγεται

258 48 246
                                    

❁ ❁ ❁

Είναι μεσημεράκι. Λίγο μετά τις τέσσερις, εκείνη η ώρα που ο Ουρανός βάφεται με χρώματα πορτοκαλιά και κίτρινα και μερικά άλλα, κρυμμένα πίσω από τα ανείπωτα τα σ'αγαπώ και χρωματισμένα με πινέλα και τέμπερες και νερομπογιές από το χέρι του Μέγα Ζωγράφου.

Ένα ραδιόφωνο είναι ανοιχτό και παίζει ένα παλιό τραγούδι. Είναι από αυτά τα τραγούδια που όλοι έχουν ακουστά, μα κανείς δεν θυμάται τον τίτλο. Η Ιόλη, ξαπλώνει στην ψάθα, ατενίζοντας τον Ήλιο, και προσπαθεί να γεμίσει με λόγια δικά της, την απαλή, νοσταλγική μελωδία, μιας και έχει ξεχάσει τους στίχους. Το βλέμμα της τριγυρνά σε όλη την παραλία και εν τέλει πέφτει πάνω στην θάλασσα. Βλέπει πρώτα ένα χέρι να κουνιέται χαρωπά και έπειτα διακρίνει το εύθυμο πρόσωπο του Ιάσονα, ο οποίος απ' ότι φαίνεται την προσκαλεί σε ένα χορό με τα κύματα. Του γνέφει αρνητικά, ξαπλώνει πιο βολικά στην ψάθα της και γυρίζει στο πλάι.

Αρχίζει να κοιτά τα βότσαλα που κάπως χρυσίζουν κάτω από τον ήλιο και αναρωτιέται πόσοι άνθρωποι και πόσα πλάσματα της γης, από την δημιουργία του Σύμπαντος ως τώρα, να έχουν κάτσει άραγε ακριβώς σε αυτό το σημείο που κάθεται τώρα αυτή και να έχουν κάνει ακριβώς την ίδια σκέψη.

Στο μεταξύ, ο Ιάσονας βγαίνει από την θάλασσα και έρχεται κοντά της. Είναι πολύ γοητευτικός, έτσι μόνο με το μπλε μαγιό και τα βρεγμένα καστανά μαλλιά του. Μοιάζει σχεδόν απόκοσμος. Έχει κάτι που σε μαγεύει. Έτσι φαίνεται στην Ιόλη τουλάχιστον, την στιγμή που βγάζει γοργά από την πάνινη τσάντα της μία βαμβακερή πετσέτα και τον τυλίγει με αυτή στοργικά, φοβούμενη μην της κρυώσει.

Ο Ιάσονας σκουπίζεται μ' αυτή, τινάζει τα ατίθασα μαλλιά του, εκτοξεύοντας μερικές μικρές σταγόνες νερού και θερινής αλμύρας και κάθεται δίπλα στην Ιόλη, κάτω από την ομπρέλα, στην ίδια ψάθα. Η Ιόλη του κρατάει αυθόρμητα το χέρι και γέρνει ελαφρώς το κεφάλι της στον ώμο του, έτσι απλά και φυσικά. Δίχως αμφιβολία. Δίχως φόβο.

Ο Ιάσονας της χαμογελά αβίαστα και μετά ο καθένας χάνεται μέσα στις δικές του σκέψεις.

Εκείνη σκέφτεται πως ο Ιάσονας είναι ο αγαπημένος της άνθρωπος. Γιατί είναι έξυπνος και όμορφος και αστείος και ξέρει να μιλά με την σιωπή του και επειδή παρά το "λίγο αλκοόλ" και την "κάποια βία" που βίωνε καθημερινά από τους γονείς του, όπως της είχε εκμυστηρευθεί πριν χρόνια, την αγαπά απεριόριστα και την κάνει να νιώθει πως κάπου ανήκει.

Εκείνος σκέφτεται πως η Ιόλη έχει την πιο όμορφη ψυχή. Γιατί γελά σπάνια, μα αληθινά και αγαπά με τον δικό της τρόπο και διότι τα μεγάλα, εκφραστικά ματόκλαδά της έχουν συγκεντρώσει όλο το φως του ήλιου και επειδή κάνει τους πάντες να αισθάνονται σημαντικοί, παρόλο που στην ίδια παλιότερα δεν έδινε κανείς σημασία.

Μετά από μία στιγμή ή ολόκληρους αιώνες - ποτέ δεν θα το μάθουμε, γιατί όταν αυτοί οι δυο είναι μαζί ξεχνούν να μετρούν τον χρόνο - διώχνουν μακριά τις σκέψεις τους και κοιτάζονται στα μάτια. Εκείνος έχει μάτια μπλε. Μπλε, σαν την θάλασσα. Εκείνη έχει μάτια χρυσά. Χρυσά, σαν τον ήλιο.

Και όπως έχουν κλειδωθεί οι ματιές τους και εξερευνά ο καθείς τον κόσμο του άλλου και προσπαθούν μαζί να εντοπίσουν κάθε μικρή λεπτομέρεια και να διακρίνουν κάθε φαινομενικά ασήμαντο χρώμα, που ωστόσο προσθέτει μία ανεξίτηλη πινελιά στον ημιτελή ακόμη καμβά τους, αρχίζουν να συλλογίζονται και πάλι.

Μα αυτή την φορά, σκέφτονται το ίδιο πράγμα.

Σκέφτονται πως αυτό που έχουν, είναι κάτι μαγικό. Κάτι αγνό, ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Κάτι μοναδικό, θαυμάσιο και εκλεκτό. Κάτι προσιτό, μα και απροσπέλαστο συγχρόνως. Κάτι άξιο για να παλέψεις. Κάτι που μήτε το χάνεις εύκολα, μα μήτε εύκολα το βρίσκεις. Κάτι ιερό και σπάνιο, που ίσως προορίζεται για λίγους, μα αυτοί θέλουν να ελπίζουν πως είναι άφθονο και ότι υπάρχει για πολλούς. Είναι μια μικρή δόση ευτυχίας, μία περίεργη αίσθηση πως ξέρεις τα πάντα για τον άλλον όταν πέφτεις το βράδυ για ύπνο, μα και μία παράλογη, ακλόνητη επιθυμία να τον ανακαλύψεις ξανά από την αρχή, όταν ξυπνάς κάθε πρωί. Είναι ένα τραχύ σκίρτημα, ένα τυχαίο άγγιγμα, ένα ατέρμονο φτερούγισμα στην καρδιά, μια κοκκινάδα στα μάγουλα, ένα σμήνος πεταλούδων στο στομάχι, ένα απαλό χάδι, ένα ενδιαφέρον στην φωνή του άλλου όταν σε ρωτά "πως είσαι;", ένας ώμος να κλάψεις τις δύσκολες μέρες, μία ζεστή αγκαλιά για τις κρύες νύχτες, ένα γνήσιο χαμόγελο, ένα συγκεκριμένο καθάριο βλέμμα. Είναι πολλά και αόριστα πράγματα μαζί, μερικά μικρά και άλλα πιο μεγάλα, που ο Ιάσονας και η Ιόλη δυσκολεύονται ακριβώς να ορίσουν. Οι λέξεις τούς μοιάζουν λίγες και άδειες και φτωχές μπροστά σε αυτό το μεγαλειώδες αίσθημα που νιώθουν. Γιατί, δεν είναι μόνο ένα αίσθημα. Είναι όλα τα συναισθήματα μαζί, γι'αυτό και δεν μπορούν εύκολα να βρουν ένα όνομα αντιπροσωπευτικό, ένα όνομα που να του ταιριάζει. Είναι κάτι το απροσδιόριστο, κάτι που αδυνατούν επαρκώς να εξηγήσουν. Μα, εάν έπρεπε απαραίτητα να βρουν μία λέξη για αυτό, ίσα για να απαντάνε στον κόσμο που τους λοξοκοιτά και τους ρωτά τι έχουν, θα το ονόμαζαν αγάπη.

Γιατί αγάπη, καθώς λένε, σημαίνει να μην φοβάσαι. Κι' αυτοί οι δυο, έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια να φοβούνται.

Στου ονείρου το κατώφλιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα