Amnesia

2 1 0
                                    

"Ζίβα!", η κοπέλα με ταρακουνά με βλέμμα γεμάτο ανησυχία. "Απάντησέ μου, τι σου συμβαίνει;"
Την κοιτάω κενά. Ποια είναι; Και ακόμα καλύτερα, εγώ ποια είμαι;

Κοιτάω την όμορφη έφηβη με μάτια που τσούζουν απ'το φως του ηλίου. Βρίσκομαι σε μια ληθαργική κατάσταση και προσπαθώ μάταια να θυμηθώ πώς βρέθηκα εκεί. Δεν μπορώ όμως. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα. Ούτε ποια είμαι, ούτε ποια είναι εκείνη, ούτε πού είμαι, ούτε και γιατί είμαι εκεί που είμαι.
Άφησα ένα βογγητό πόνου, το κεφάλι μου με πέθαινε απίστευτα.
Θυμόμουν μόνο μερικές αράδες που έρχονταν και παρέρχονταν μέσα στο μυαλό μου.
"Οι θνητοί θα πληρώσουν που πλήγωσαν τους υπηρέτες της Φύσης. Τώρα υπηρετώ κι εγώ τη Φύση."
Το στόμα του κοριτσιού άνοιξε διάπλατα κι έπειτα ξανάκλεισε. Έπιασε το κεφάλι της και κοίταξε απεγνωσμένα τριγύρω.
"Όχι όχι όχι, όχι κι εσύ, όχι εσύ, Ζίβα!" Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια της και με κοιτά φοβισμένα.
Καταφέρνει να με σηκώσει στα χέρια της και αρχίζει να προχωρά προς το πάνω μέρος των βράχων, προς ένα σπίτι, μια μονοκατοικία.
Έγειρα το κεφάλι μου στο στήθος της μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω και άφησα τον ύπνο να με κυριεύσει, ελπίζοντας όταν ξυπνούσα να θυμόμουν κάτι άλλο εκτός από αυτό το ποίημα.

Μισάνοιξα τα μάτια μου.
"Τζούνο κατάλαβέ με ένα λεπτό. Την μύησαν. Ναι με τη μαγική μύηση ηλίθια, με ποια άλλη;! Όχι, τώρα είναι μαζί μου, κοιμάται αλλά δεν θυμάται τίποτα. Όπως οι άλλοι. Ακριβώς όπως οι άλλοι. Μόλις ξυπνήσει θα τη φέρω στην πόλη. Θα δούμε πού θα τη βάλουμε Τζούνο, προέχει να την προσέχουμε μην κάνει κακό σε κανέναν. Ή στον εαυτό της..."
Συνέχισε να μιλάει για λίγο ακόμα μα καθώς γύρισε προς το μέρος μου και συνειδητοποίησε ότι ήμουν ξύπνια, ήρθε κοντά μου.
"Ξύπνησε Τζουν, σε αφήνω. Τα λέμε σε λίγες ώρες."
Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και την κοίταξα καλά καλά, τρίβοντας νυσταγμένα τα μάτια μου. Εκείνη μου χαμογέλασε σφιγμένα και έκανε μια κίνηση να με αγγίξει μα τράβηξε το χέρι της.
Ξάφνου, ένας δυνατός πόνος τάραξε το σώμα μου κι εγώ τινάχτηκα φωνάζοντας. Ένιωθα φωτιές, χιλιάδες μικρές φωτιές να καίνε κάτω από το δέρμα μου, κάτω από τα νύχια μου, πίσω από τα μάτια μου, μέσα στις φλέβες μου.
Εκείνη με κοίταξε τρομαγμένα.
"Πού πονάς;!", ρώτησε με άγχος.
"Παντού!", ούρλιαξα εγώ. "Καίει!", φώναξα. "Καίει!"
Σηκώθηκε και έτρεξε μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο και ξαναγύρισε κρατώντας υγρές πετσέτες τις οποίες και άρχισε να τοποθετεί στο σώμα μου.
Ο πόνος καταλάγιασε κάπως αλλά είχα εκείνη την αυξανόμενη ένταση να σκοτώσω. Να σκοτώσω όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα.
Με κοίταξε. Την κοίταξα κι εγώ και ήμουν σίγουρη ότι στα μάτια μας διαγραφόταν εκείνη τη στιγμή το ίδιο συναίσθημα απελπισίας.
"Ποια είμαι;", ρώτησα αδύναμα.
"Η Ζίβα. Η Ζίβα Τζέθρο. Η παιδική μου φίλη."
Πήρα βαθιά ανάσα.
"Κι εσύ;", ψέλλισα. "Εσύ ποια είσαι;"
"Σκάιλερ με λένε. Σκάι βασικά."
"Είμαστε φίλες; Πόσο χρονών είσαι; Εγώ; Πόσο χρονών είμαι εγώ;"
Μου χαμογέλασε απαλά και γέλασε, εξίσου απαλά.
"Είμαστε και οι δύο δεκαεπτά. Και ναι, είμαστε φίλες από μωρά, από τα τρία μας κιόλας. Είσαι η πιο παλιά μου φίλη."
Διέκρινα τα ραγίσματα ανάμεσα απ'τις λέξεις της.
"Συγγνώμη," μουρμούρισα, "δεν σε θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο ότι είμαι υπηρέτης της Φύσης."
Την είδα να σφίγγεται ανεπαίσθητα.
"Δεν είσαι υπηρέτης της Φύσης. Εκείνοι σε έκαναν να το νομίζεις αυτό με αυτά που σου κάνανε. Πες μου, θες να με σκοτώσεις τώρα που μιλάμε; Θες να βγεις έξω και να σκοτώσεις όσο περισσότερους μπορείς, έτσι δεν είναι; Αυτοί που δεν υπηρετούν τη Φύση; Αξίζει να πεθάνουν;"
Έγνεψα.
"Έτσι ξέρω."
"Όχι δεν ξέρεις έτσι Ζίβα. Σου πήραν τις αναμνήσεις, αυτοί οι λεγόμενοι υπηρέτες της Φύσης, για να μη θυμάσαι ότι ήσουν σαν εμάς. Και αφού σκοτώσεις θα σκοτώσεις και τον εαυτό σου μετά. Εγώ λοιπόν δεν πρόκειται να σε αφήσω να το κάνεις αυτό. Θα το παλέψουμε μαζί. Μόλις μπορέσεις να σηκωθείς θα σε πάω πίσω στην πόλη και θα σου ξανασυστήσω όλους μας τους φίλους, θα σε ξεναγήσω ξανά σε όλα μας τα στέκια, θα σου γνωρίσω ξανά την παρέα μας, το αγόρι σου, τα χόμπυ σου. Δε θα σε αφήσω να γίνεις τέρας γι' αυτό καλό θα ήταν να παραμείνεις ήρεμη. Έχω υλικά για να σε ναρκώσω και να σε δέσω και πίστεψέ με, αν θυμώσω δε θα σε σώσει η μαγεία της Φύσης, αυτό σου λέω μόνο!"
Χαμογέλασα.
"Εντάξει.", απάντησα απλά, πράγμα που φάνηκε να την ξαφνιάζει.
"Εντάξει; Δε θα μου επιτεθείς ή κάτι; Δε θα αρχίσεις να μου λες ότι αυτοί που υπηρετείτε τη Φύση είστε ανώτεροι και πως έχετε έναν σκοπό; Δε θα μου πεις ότι δεν με πιστεύεις, ότι λέω ψέματα; Δε θα με σκοτώσεις;"
Έγνεψα αρνητικά.
"Κέρδισες την περιέργειά μου. Θέλω να γνωρίσω την ζωή μου πέρα από τους υπηρέτες, αφού ισχυρίζεσαι ότι έχω μία. Ο θάνατος μπορεί να περιμένει, αν το κρίνω απαραίτητο θα τον σπείρω αργότερα. Όμως εξακολουθώ να είμαι πλάσμα του δάσους οπότε να έχεις τον νου σου."
Η Σκάι τίναξε τις γροθιές της στον αέρα και φώναξε κάτι ακατάληπτο.
"Έγινε μεγάλη!", απάντησε περιχαρής και με τράβηξε να σηκωθώ από το κρεβάτι. "Πάμε σπίτι!"

-----------------------------------------------------------
I stan Skye.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jan 18, 2021 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

ZivaWhere stories live. Discover now