Η χρωμοπαγίδα κατεβαίνει
καταπίνει την αλμύρα
βάφεται κυανή όσο
φωτίζει ο πυρσός τη
μασκαρεμένη νύχτα.
Τρέξε.Μια μολυβένια στρατιά
από άλογα διασχίζει
τον ουρανό στο δάσος
πυκνό με κρανία και
κούφιες φωλιές ψυχών.
Τρέξε.Το λιοντάρι και ο
πάνθηρας κυνηγούν
τα αυτοκίνητα με τα
αιωρούμενα εκκρεμές σε
ατέλειωτους δακτυλίους.
Τρέξε.Ο σκελετός βαμμένος
με άφθονο λάγνο χρυσό
αναδύεται από το ποτάμι
παγόβουνο στο κανό
του καρυοθραύστη.
Τρέξε.Μια φαντασμαγορία
στο βούρκο πίσω απ' τον
χαλασμένο προτζέκτορα.
Σου προσφέρω εμένα
τόσο πρόθυμα και οικεία.
Έφυγες;
YOU ARE READING
Ο Κήπος της Ατλαντίδας
PoetryΚι αφού βυθίστηκε το πλοίο μου, έμεινα να επιπλέω. Ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια του επιζώντος και του αποθανόντος. Δεν ήξερα τι ήμουν. Δεν ήξερα που ήμουν. Κολύμπησα ανάσκελα σε ένα μεγαλειώδες άγνωστο. Έβγαλα τις ακίδες από το σώμα μου. Μύρισα...