απών < ( μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄπειμι) απών, -ούσα, -όν που απουσιάζει από κάπου ενώ θα έπρεπε ή αναμενόταν να είναι εκεί.All Rights Reserved
If you already have an account, Log in.
απών < ( μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄπειμι) απών, -ούσα, -όν που απουσιάζει από κάπου ενώ θα έπρεπε ή αναμενόταν να είναι εκεί.
5 parts