Όπου κι αν πας

1.7K 118 6
                                    

Πέρασε μια βδομάδα από εκείνο το βράδυ. Μια βδομάδα έχω κλειστεί μέσα στο δωμάτιο μου. Έχω κατεβάσει το παντζούρια και απλά κάθομαι στο κρεβάτι, περιμένοντας ίσως μια αχτίδα ελπίδας να με αγγίξει. Η καρδιά μου είναι νεκρή, λες και την ξερίζωσε κάποιος. Και αυτός ο κάποιος είναι ο Ορφέας. Εδώ και μία βδομάδα δεν μου έχει στείλει ούτε ένα μήνυμα, ούτε ένα τηλέφωνο, οτιδήποτε! Με έχει ξεχάσει εντελώς. Κι αυτό εξαιτίας της μάνας του. Θεέ μου, όσο σκέφτομαι ότι εκείνες οι δύο του κάνουν πλήση εγκεφάλου... υποφέρω! Δεν θέλω να τον μεταχειρίζονται, ούτε εγώ η ίδια.

Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει αργά, κάνοντας με να σηκώσω το κεφάλι για να δω την Ιωάννα να μπαίνει μέσα
«γειά σου φιλενάδα»
Λέει με υπερβολικά γλυκό τόνο
«μην ανάψεις το φως»
Μουρμουρίζω αδύναμα
«εντάξει»
Αποκρίνεται ενώ κλείνει την πόρτα για να με πλησιάσει
«είσαι καλύτερα;»
Με ρωτάει και γνέφω αρνητικά ως απάντηση
«βρε κορίτσι μου, με το να κλείνεσαι εδώ μέσα... δεν βοηθάς κανέναν, ίσα ίσα που χαντακώνεις τον εαυτό σου»
«δεν έχω δύναμη να σηκωθώ βρε Ιωάννα μου. Αλλά θα μου περάσει»
Λες και πρόκειται για μια απλή γρίπη. Βαθιά μέσα μου ξέρω πως δεν θα μπορέσω να το ξεπεράσω ποτέ αυτό. Ο Ορφέας ήταν ένα δυνατό κομμάτι στη ζωή μου, μαζί του γνώρισα τον πραγματικό έρωτα, και τώρα ήρθε ο καιρός να τα ξεχάσω όλα αυτά για να προχωρήσω παρακάτω
«δεν ακούω κουβέντα! Απόψε θα βγούμε σε ένα ωραιότατο ταβερνάκι μαζί με τον Χρήστο»
Δεν έχει ιδέα πως αισθάνομαι
«σου είπα, δεν έχω όρεξη»
Μουρμουρίζω κάνοντας την να ρουθουνίσει ειρωνικά
«δεν με νοιάζει. Δεν θα πέσεις στα πατώματα εξαιτίας του Ορφέα»
«δεν μπορείς να με καταλάβεις»
Ψελλίζω ενώ ισιώνω το σώμα μου
«εγώ καταλαβαίνω πως είσαι χαζή. Έλα, σήκω να πλυθείς»
Λέει καθώς σηκώνεται από την θέση της για να πλησιάσει το παράθυρο. Τι κάνει τώρα; Τραβάει το παντζούρι απότομα προς τα πάνω, με αποτέλεσμα να εισβάλει το έντονο φως του ήλιου στο δωμάτιο. Αυτόματα κλείνω τα μάτια
«κλείσ'το, σε παρακαλώ»
«όχι, δεν θα το κλείσω. Σήκω να πλυθείς»
Αυτή η επιμονή της!

Το βράδυ βγαίνουμε σε ένα μικρό ταβερνάκι οι τρεις μας, όπως κάναμε παλιά. Ο Χρήστος και η Ιωάννα φαίνεται να έχουν υπερβολική διάθεση. Από την άλλη εγώ είμαι κάτι σαν τη μεγάλη Παρασκευή που λένε
«από όσο έχω ακούσει, εδώ έχουν καταπληκτικούς μεζέδες!»
Λέει ο Χρήστος ενώ καθόμαστε στις καρέκλες
«αυτό θα το ανακαλύψουμε αμέσως τώρα»
Αποκρίνεται κεφάτα η Ιωάννα. Τους παρακολουθώ να χαμογελάνε, λες και όλα κυλούν καλά. Για μια στιγμή αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε διαφορετικό κόσμο από τον δικό τους
«θέλω να πιω»
Η πρόταση ξεπηδά άθελά μου από τα χείλη μου
«ίσως δεν είναι καλό για την κατάσταση σου Δάφνη μου»
Μου λέει μαλακά ο Χρήστος, θέλοντας ίσως να με καλοπιάσει. Ρουθουνίζω ειρωνικά
«ήρθαμε εδώ για να διασκεδάσουμε, έτσι; ε λοιπόν εγώ θέλω να πιω!»
Αποκρίνομαι κάπως πιο αποφασιστικά αυτή την φορά
«ας παραγγείλουμε κρασί»
Λέει η Ιωάννα και σηκώνει το χέρι για να καλέσει την σερβιτόρα. Η διάθεση μου είναι χάλια, και η καλύτερη λύση είναι το ποτό.

Έρωτας & ΤιμωρίαWhere stories live. Discover now