🏆 39ο Κεφάλαιο

315 24 19
                                    

Και οι δύο με γυρισμένα τα κεφάλια τους στα πλάγια και κατακόκκινα μάγουλα.

Ένα στρόγγυλο τραπεζάκι ανάμεσα τους και τα δύο κλαμπ πάνω στα πιάτα.

Χριστέ μου τι ήταν αυτό... Πήγαμε μόλις να... να φιληθούμε?!

Σκέφτηκε εκείνη καθώς το βλέμμα της είχε κολλήσει στο πουθενά, ενώ οι σφυγμοί της ανέβαιναν.

Όχι ρε πούστη... Τι πήγα μόλις να κάνω, έχω τρελαθεί?!... Αλλά κι αυτή ήρθε κοντά μου... Γιατί ήρθε κοντά μου?....

Σκέφτηκε εκείνος, ενώ ένα ελαφρύ κόκκινο χρώμα διαγραφόταν πάνω στα μάγουλα του.

"Εε... Λέω να πάρω το κλαμπ για τον δρόμο" είπε η Άσλευ, αφού πήρε το φαγητό της που ήταν πάνω σε μια λαδόκολλα και σηκώθηκε όρθια.

Άρχισε να φεύγει γεμάτη ντροπή και ο Άρον γύρισε το κεφάλι του στην ευθεία.

Φεύγει.... Τι να κάνω?...

Πήρε και το δικό του κλαμπ και άρχισε να την ακολουθεί.

Ντρεπόταν όμως να σταθεί δίπλα της και έτσι περπατούσε σε τρία μέτρα απόσταση πίσω της.

Εκείνη δεν είχε ιδέα. Φαντάστηκε ότι θα είχε μείνει στο τραπέζι.

Παναγία μου, πρέπει να φύγω από δω... Η καρδιά μου... Γιατί χτυπάει έτσι? Θα την ξεριζώσω αν συνεχίσει!!

Περπατούσε βιαστικά στους διαδρόμους του εμπορικού κέντρου, μέχρι που βγήκε έξω.

Ο Άρον την ακολουθούσε ακόμα.

Έφτασε στην άκρη του δρόμου και όταν πέρασε ένα ταξί, σήκωσε το χέρι της.

Άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε μέσα.

Αντε να γυρίσω πίσω γιατί δεν με βλέπω κα---... Τι κάνει αυτός εδώ?!

Ο Άρον κρατούσε την πόρτα ανοιχτή, πριν μπει μαζί της στην πίσω θέση του ταξί.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια στιγμιαία, πριν γυρίσουν μπροστά αμήχανα.

Ο Άρον έκλεισε την πόρτα, όσο το ταξί ήταν σταματημένο.

"Που πάμε?" ρώτησε ο οδηγός, αφού δεν μιλούσε κανείς.

Η Άσλευ με το κεφάλι της γυρισμένο προς το αριστερό παράθυρο και ο Άρον με το δικό του προς το δεξί.

"Παιδιά, που πάμε?" ξαναρώτησε ο οδηγός, αλλά κανείς από τους δύο δεν ήταν σε θέση να μιλήσει.

"Παιδιά!" γύρισε πίσω ο ταξιτζής και τους κοίταξε.

"Εε.. Στο SSU παρακαλώ" μίλησε ο Άρον με τη γυναικεία του φωνή.

Παγιδευμένοι [Editing] Where stories live. Discover now