Με τα μάτια της ψυχής

573 42 8
                                    

Το επόμενο πρωί, ο ουρανός έχει κοπάσει, τα σύννεφα έχουν φύγει, όμως η υγρασία ήταν ακόμη εμφανής στην ατμόσφαιρα. Ο Νικηφόρος βρίσκεται καθισμένος στην πλαστική καρέκλα του νοσοκομείου, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα, και τα χέρια ενωμένα σε μια γροθιά. Τα μάτια του είναι κλειστά, καθώς οι σκέψεις τρέχουν μέσα στο κεφάλι του. Από εχθές το βράδυ, η ψυχή του δεν έχει ηρεμήσει. Το άγχος, οι υποψίες, όλα ήταν εκεί και τον βασάνιζαν
«καφέ;»
Η φωνή της αδερφής του τον κάνει να ανοίξει απότομα τα μάτια
«δεν θέλω, ευχαριστώ»
Η φωνή του ακούγεται βραχνή. Η Νικολέτα κάθεται δίπλα στον αδερφό της, και πίνει μια γουλιά από τον καφέ της
«κοιμήθηκες καθόλου;»
Ρωτάει. Ο Νικηφόρος κουνάει αρνητικά το κεφάλι
«μήπως καλύτερα να πας στο ξενοδοχείο;»
«όχι. Θέλω να μείνω εδώ... μαζί σου»
Αποκρίνεται με την ίδια βραχνή φωνή. Η Νικολέτα ξεφυσά, ενώ το πόδι της χτυπάει νευρικά το πάτωμα
«κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι καν εδώ»
Του λέει ενώ κοιτάζει τον απέναντι τοίχο. Ο Νικηφόρος στρέφει το βλέμμα του επάνω της
«η μεγαλύτερη αρετή είναι το να μάθεις να συγχωρείς»
Λέει και εκείνη ρουθουνίζει ειρωνικά
«με τόσα που σου έχει κάνει, δεν θα έπρεπε να του μιλάς καν»
«αν το έπαιρνα εγωιστικά»
Αποκρίνεται ο Νικηφόρος. Η Νικολέτα στρέφει το βλέμμα στον αδερφό της, κοιτάζοντας τον με θλίψη
«γιατί συνεχίζεις να βασανίζεις τον εαυτό σου;»
Η φωνή της ακούγεται ψιθυριστή, σχεδόν σπασμένη. Ο Νικηφόρος τρίβει το μέτωπο του, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό του
«ας μην ξανακάνουμε αυτή την συζήτηση Νικολέτα»
Λέει όσο πιο ήπια μπορεί. Η Νικολέτα σηκώνεται από την θέση της για να πλησιάσει το μικρό παράθυρο του διαδρόμου
«πάντα τα ίδια λες. Όποτε προσπαθώ να σου μιλήσω... να σε επαναφέρω στην πραγματικότητα-»
«βρίσκομαι ήδη στην πραγματικότητα Νικολέτα. Το ότι δεν διάλεξα να ζω στα εγκόσμια, δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνω τι μου γίνεται»
«εγώ όμως σε θέλω κοντά μας, στην οικογένεια μας, εκεί όπου ανήκεις»
Πετάει απότομα η γυναίκα ενώ γυρίζει από την άλλη για να αντικρίσει θυμωμένα το πρόσωπο του. Ο Νικηφόρος σηκώνεται από την θέση του για να την πλησιάσει
«εγώ τη βρήκα την θέση μου, μην ανησυχείς»
«εγώ όμως δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτή σου την επιλογή, δεν το καταλαβαίνεις; νιώθω ότι σε έχω χάσει Άλκη»
Η απελπισία φαινόταν πλέον ξεκάθαρα στα λαμπερά, πράσινα μάτια της. Ο Νικηφόρος ακουμπάει τα χέρια του στους ώμους της, ενώ παίρνει μια βαθιά ανάσα. Έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις για να της δώσει κουράγιο, αλλά δεν μπορούσε να φερθεί σαν παπάς στην αδερφή του. Κατά βάθος την καταλάβαινε, πόναγε μαζί της, όμως αυτή ήταν η ζωή του, και δεν ήθελε να την αλλάξει
«δεν πρόκειται να με χάσεις... ούτε τώρα, ούτε ποτέ»
Λέει τελικά, όμως η Νικολέτα δεν φαίνεται να τον ακούει
«εγώ άλλο νιώθω»
Αποκρίνεται σιγανά και σπρώχνει τα χέρια του από τους ώμους της, ώστε να φύγει από κοντά του. Ο Νικηφόρος μένει παγωμένος στην θέση του, κοιτάζοντας με απογοήτευση το πάτωμα. Δεν του άρεσε να βλέπει έτσι την αδερφή του, της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, μιας και όλες του τις δυσκολίες τις μοιραζόταν μαζί της. Τώρα όμως είχε βρει τον δρόμο του, την γαλήνη στην ψυχή του, δεν μπορούσε να τα εγκαταλείψει όλα αυτά για να ζήσει μια περιπέτεια που τον φόβιζε. Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο του. Αμέσως το βγάζει από την τσέπη του για να δει ότι τον καλεί η Δήμητρα. Αυτόματα ένας κόμπος δένεται στο στήθος του. Για μια στιγμή του περνάει η σκέψη να μην της το σηκώσει, αλλά δεν μπορεί, δεν θα ήταν σωστό εκ μέρους του
«παρακαλώ;»
«καλημέρα πάτερ, τι κάνετε;»
«καλημέρα Δήμητρα, καλά είμαι. Εσύ;»
Η ερώτηση του ακούγεται τόσο φυσιολογική, αλλά και τόσο τρομακτική ταυτόχρονα
«ήθελα να σας μιλήσω, να σας ακούσω έστω και για λίγο»
Για άλλη μια φορά η Δήμητρα ήταν άκρως αποκαλυπτική μαζί του. Μπορεί να ντρεπόταν, αλλά η επιθυμία της να του μιλά ήταν μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ντροπή
«Δήμητρα-»
«δεν είναι ότι θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση. Είναι λόγια που βγαίνουν από μέσα μου, λόγια που έχω την ανάγκη να σας πω»
Και εκείνη την στιγμή, ο Νικηφόρος συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα ανάμεσα σε αυτόν και την Δήμητρα ήταν πιο περίπλοκα από όσο πίστευε. Τα σκούρα καστανά του μάτια στρέφονται έξω από το μικρό παράθυρο του νοσοκομείου
«μόλις επιστρέψω, θα χρειαστεί να κάνουμε μια κουβέντα εμείς οι δυο»
Λέει τελικά, κόβοντας την ανάσα της κοπέλας
«ίσως έχετε δίκιο»
Αποκρίνεται σχεδόν ψιθυριστά. Ο Νικηφόρος ξεφυσά, καθώς κλείνει στιγμιαία τα μάτια του
«πρέπει να κλείσω»
Λέει τελικά, προκαλώντας απογοήτευση στην Δήμητρα
«όπως θέλετε»
Του απαντά και έπειτα το κλείνει. Τώρα δεν ένιωθε απλώς ντροπή, ένιωθε και το άγχος να την κατακλύζει. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, ενώ το πόδι της χτυπούσε νευρικά το πάτωμα. Σκατά! όλα τα έχω κάνει σκατά! Θέλει να μιλήσουμε, αλλά πως θα μπορέσω να του μιλήσω; πως θα τον κοιτάξω στα μάτια μετά από αυτό; Αυτή η σκέψη την έκανε να νιώθει μεγαλύτερη ντροπή για τον εαυτό της. Παρόλα αυτά ένιωθε μια μικρή ανακούφιση που της το πρότεινε εκείνος. Ίσως αυτή ήταν η ευκαιρία της να του ανοίξει τα χαρτιά της, να του αποκαλύψει όλα όσα την βασανίζουν.

Επίγειος ΘεόςWhere stories live. Discover now