𝐗 𝟎𝟑 𝐗

233 44 33
                                    

Μάρκου Pov

Δυσανασχετώ, χασμουριέμαι και περνάω την καγκελόπορτα των φυλακών για άλλη μια μέρα.

Με μισόκλειστα μάτια από τον ύπνο που θα ήθελα πολύ να συνεχίσω κατευθύνομαι προς το πίσω μέρος του σχολείου εκεί όπου βρίσκω την παρέα μου στην ίδια κατάσταση με εμένα.

Κώστας και Χρήστος.

Τα ρεμάλια κοιμούνται όρθιοι.

Σαν εμένα δηλαδή....

''Που ΄στε ρε ρεμάλια?''

Τους λέω και η φωνή μου βγαίνει πιο βαριά και από αγουροξυπνημένο νταλικέρη.

''Ωω καλώς και τον αρχιδιάβολο! Τι λέει πως και κατάφερες να συρθείς μέχρι εδώ?''

Μου λέει ο Κώστας και πνίγουν ταυτόχρονα έναν χασμουρητό μαζί με τον Χρήστο και προσπαθούν να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά.

Ακριβώς. Αυτό.

''Με μια γεμάτη κατσαρόλα με κρύο νερό από τη μάνα μου και παγάκια στα αρχίδια από τον πατέρα μου''

''ΔΕΝ θα ήθελα να το ζήσω αυτό!''

Μου λέει ο Χρήστος ενώ δαγκώνει τη γλώσσα του και ο Κώστας πιάνει τα αρχίδια του με τα χέρια προσπαθώντας να τα ζεστάνει.

''Πιστέψτε με ούτε εγώ το ήθελα''

Τους απαντάω και ακολουθώ το παράδειγμα τους και χύνομαι και εγώ στο παγκάκι όπου κάθονται.

Βγάζω ένα τσιγάρο από το πακέτο και πιάνω τον αναπτήρα για να το ανάψω. Ρουφάω μια τζούρα και νιώθω να με χαλαρώνει.

Μην ανησυχείτε! Κανονικό είναι δεν έχει τίποτα περίεργο μέσα.

''Ε μαλάκα! Χτύπησε θα μπεις πρώτη ώρα?''

Ακούω τους κολλητούς μου να μου λένε και εγώ απλώς τους γνέφω αρνητικά. Αφού κάνουμε μια τυπική χειραψία τους βλέπω να απομακρύνονται.

Και απλά κάθομαι εδώ. Σε αυτό το παγκάκι μέσα στην απόλυτη ησυχία καπνίζοντας το τσιγάρο μου.

''Σε καταστρέφει αυτό που κάνεις. Αλλά τι να κάνουμε μια ζωή την έχουμε οπότε δώσε και σε εμένα τον αναπτήρα σου''

Ακούω μια φωνή από τα δεξιά μου να μου μιλάει. Γυρνάω το κεφάλι μου και ταυτόχρονα ανοίγω τα μάτια μου έτοιμος να τη σκυλοβρίσω που μου χάλασε την ηρεμία όταν την βλέπω!

Μισάνοιχτα χείλη με κρεμασμένο ένα τσιγάρο στο στόμα, ατημέλητος κότσος με μερικές τουφίτσες να πέφτουν από εδώ και από εκεί, δυο τέλεια εκφραστικά μάτια και τέλος ένα ντελικάτο χέρι απλωμένο προς το μέρος μου περιμένοντας.

Χάζεψα!

''Εεε ξύπνα. Θα μου δώσεις ή να πάω να πάρω από αλλού?''

Μου λέει ενώ χτυπάει τα ακροδάχτυλά της και εγώ ξυπνάω από το λήθαργό μου. Της δίνω τον αναπτήρα μου και την παρατηρώ να ανάβει το δικό της τσιγάρο ρουφώντας το τόσο αισθησιακά που πραγματικά εύχομαι να ήμουν αυτό το τσιγάρο.

''Πως σε λένε?''

Την ακούω να μου λέει καθώς φυσάει τον καπνό από αυτά τα σαρκώδη και ελκυστικά χείλη της.

''Μάρκος. Εσένα?''

''Άλλη φορά. Ευχαριστώ για τον αναπτήρα''

Της ακούω να λέει και αφού μου πετάξει τον αναπτήρα σηκώνεται, πηδάει τα κάγκελα και φεύγει.

Άρα, όντως ισχύει αυτό που λένε ότι ο παράδεισος έπεσε στη Γη. Και πως έπεσε και ολας!

Αναπτηροκατέβατος.

Καθώς την παρατηρώ να χάνεται μέσα στα σοκάκια σκέφτομαι τι μπορεί να ήταν αυτό το θεσπέσιο πλάσμα που ήρθε και κάθισε δίπλα μου.

Αναρωτιέμαι επίσης τι μπορεί να κρύβεται κάτω από αυτή τη μαύρη φόρμα και το μαύρο φούτερ. Πάντως ότι και εάν είναι να είστε σίγουροι ότι εγώ θα το μάθω.

Και πολύ καλά και ολας!

Αλλά δεν την έχω ξαναδεί εδώ γύρω στο σχολείο μας. Άρα... αυτό σημαίνει ότι είναι από άλλο?

''Μαλάκα μαστούρωσες χωρίς εμάς? Και σου είπα ρε Χρήστο να μην τον αφήσουμε μόνο του τον ντολμά από εδώ θα τον βρούμε με τα ρύζια έξω. Δεν με ακούς ποτέ!''

Πρώτα νιώθω τα λόγια και μετά ακούω το χτύπημα.

Όχι, άκυρο!

Πρώτα νιώθω το χτύπημα και μετά ακούω τα λόγια των κολλητών μου.

''Ποια μαστούρα μου λέτε εσείς τώρα? Έπρεπε να ήσασταν εδώ και να το βλέπατε. Μετά το ξανασυζητάγαμε''

Τους λέω όσο το βλέμμα μου πλανιέται από εδώ και από εκεί με την ελπίδα να την ξαναδώ.

''Μαλάκα μας τρομάζεις τι πήρες?''

''Έρωτα''

Τους λέω αναστενάζοντας και βολεύομαι όλο και πιο κάτω στο παγκάκι.

''ΝΑ!''

Μου λένε και οι δυο ενώ με μουτζώνουν ταυτόχρονα. Ντάξει μωρέ! Θα ζήσουμε και με αυτό τι να κάνουμε τώρα?

LilDevil

𝐃𝐞𝐯𝐢𝐥'𝐬 𝐂𝐡𝐢𝐥𝐝𝐫𝐞𝐧'𝐬 #𝐓𝐘𝐒𝟐𝟎𝟐𝟏Where stories live. Discover now