Ήταν μεσημέρι και ετοιμαζομουν να φύγω για το σχολείο. Έψαχνα τα κλειδιά μου
- Αγάπη, Σοφία, Ζωή, Άγγελε, φώναξα
- Τι θέλεις Ελπίδα; Με ρώτησε η Αγάπη
- λοιπόν εγώ θα φύγω τώρα για το σχολείο, εσείς μην ανοίξετε σε κανέναν εκτός..
- Από εθενα και τον Ιολδανη ναι ξελουμε μαθ τα εχειθ πει χιλιεθ φορεθ. ψεύδισε ο Άγγελος
τον πήρα αγκαλιά και του φίλησα το μέτωπο
- Ανησυχώ μάτια μου για αυτό.
- Να μην ανησυχείς για αυτό είμαι εδώ, είπε και κορδώθηκε.
- Καλά τώρα ησύχασα, έχει φαγητό πάνω στην κουζίνα άμα πεινάσετε. φώναξα λίγο πριν κλείσω την πόρτα.
Ξέχασα να συστηθώ,
Με λένε Ελπίδα Παπαϊωάννου και είμαι 18 χρονων.
Είμαι μία τελευταία.
Δηλαδή, δεν έχω δικαιώματα, κανένας νόμος δεν με υπερασπίζετε και η ζωή μου εξαρτάτε από τους Πρώτους
Θα μου πείτε γιατί δεν κάνεις κάτι για αυτό.
θα σας πω ότι και οι γονείς μου έκαναν κάτι για αυτό.
Και έχω να τους δω από τότε
Καταλάβατε τώρα γιατί;
Συνεχίζω με της συστάσεις
Είμαι 18 χρόνων και από τα 17 μου εργάζομαι ως δασκάλα σε απογευματινό σχολείο τελευταίων
Η Αγάπη , η Σοφία , η Ζωή και ο Άγγελος είναι τα αδέρφια μου.
Και ο Ιορδάνης ο ξάδερφος μας. Και μας έχει βοηθήσει πάρα πολύ στην όλη φάση με τους γονείς μας
Ααα να τος
- Καλημέρα Jordan.
- καλημέρα Ελπιδάκι. ναι του αρέσει να με λέει έτσι Φεύγεις για το σχολείο;
έγνεψα καταφατικά
- Λοιπόν εγώ τώρα πήγαινα στα παιδιά
- Το φαγητό τους είναι πάνω στην κουζίνα, η Αγάπη θέλει βοήθεια στα μαθηματικά, η Σοφία να την να εξετάσεις στην ιστορία και η Ζωή με τον Άγγελο βόλτα. Πήγαινε τους μία μικρή και σε παρακαλώ μην αφήσεις μόνα τα κορίτσια στο σπίτι. Μην κάτσετε έξω μέχρι πολύ αργά, μέχρι της 7 το πολύ και να πέσουν νωρίς για ύπνο κατά της 8:45 να έχουν ξαπλώσει. Σήμερα είναι η μέρα του μπάνιου. είπα με μια ανάσα και ο Ιορδάνης με κοιτούσε έτοιμος να γελάσει