-Αναπάντεχο-

41 5 0
                                    

Σηκώθηκα τελικά, μετά από πολλές περιηγήσεις στην καρδιά του μυαλού μου, δηλαδή την μνήμη μου. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα σέρνοντας τα πόδια μου στο παγωμένο πάτωμα. Ήταν μια όμορφη δροσερή μέρα Μαρτίου, αλλά δεν είχα σκοπό να την δω θετικά. Ήμουν τόσο αΰπνη, που το μόνο που χρειαζόμουν ήταν η ξεκούραση.

Σχεδόν είχα φτάσει στον πάγκο της κουζίνας, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Καταράστηκα όλες τις μορφές τεχνολογίας και όλα τα δημιούργηματά της. Πήγα κοντά στο τηλέφωνο που χτυπούσε με τρομερή αγένεια και επιμονή, και τελικώς το άνοιξα βάζοντας το στο δεξί αυτί μου κρατώντας το με τον ώμο μου. Ήταν η Δέσποινα.

"Που είσαι κορίτσι; ", μου είπε με μία χαρά στην φωνή, και ξαφνικά ένιωσα σαν να είχα χρόνια να την ακούσω. Μια νοσταλγία με χτύπησε κατευθείαν στο αριστερό μέρος του θώρακά μου κάνοντας με να αναπηδήξω από την χαρά μου.

" Δέσποινα, Χριστέ μου, κορίτσι μου πόσο μου έλειψες! Τι κάνεις που είσαι; Καλημέρα! ". Κάθισα στον καναπέ και ένιωθα κάπως πιο αισιόδοξη για το ξεκίνημα της ημέρας.

" Καλά είμαι μωρέ, σε σκεφτόμουν, και μένα μου έχεις λείψει πολύ γλυκάκι! ". Σκέφτηκα τα παλιά, ανακαλεσα στην μνήμη μου το λύκειο και την Δέσποινα να με έχει ονομάσει γλυκάκι λόγω του χαμόγελου μου.

" Επιτέλους με θυμήθηκες! "είπα χαμογελώντας.

" Σκέφτομαι να έρθω να σου κάνω την ζωή κόλαση για λίγες μέρες, τι λες; "

** ξέρω ότι είναι μικρό το κεφάλαιο, αλλά θα προσπαθήσω να συνεχίσω σήμερα με το τρίτο, kaliana με αγάπη!**

"Ήρθες, Είδες, Απήλθες"Where stories live. Discover now