2

20 0 0
                                    

Βρισκόμουν στην γωνία του καναπέ. Μπροστά μου η οθόνη του υπολογιστή που τρεμόπαιζε και κάθε λίγο μια πανδαισία χρωμάτων αναδυόταν μπροστά στα μάτια μου, τόσο έντονα που τυφλωνόμουν. Το λευκό κυριαρχούσε και προκαλούσε τσούξιμο στις κόρες των ματιών μου. Γύρισα απότομα το βλέμμα μου με αποστροφή και είδα κάτι αναπάντεχο. Το σώμα μου κοιμόταν μπρούμυτα στην άλλη πλευρά του καναπέ. Μήπως βγήκα πάλι απ' αυτό ανεξέλεγκτα; Το μόνο βέβαιο ήταν ότι η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κι η όρασή μου ολοένα και θόλωνε. Άκουσα έναν θόρυβο που προερχόταν απ' την κουζίνα. Κοίταξα ευθεία και είδα μια μαύρη θεόρατη σκιά να πετάει πέρα δώθε τα πράγματα και να καταστρέφει ότι βρισκόταν στο διάβα της. Σκέφτηκα πως ήταν ο πατέρας μου αυτή η σκιά που πετούσε έξω ό,τι είχε το καταραμένο το κελάρι και προκαλούσε αυτή τη φασαρία. Σταμάτα επιτέλους πατέρα, σκεφτόμουν αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ ή να αρθρώσω λέξη.
Κοίταξα στον τοίχο. Από μέσα του άρχισαν να βγαίνουν άλλες σκιές αργά, άρχισαν να σέρνονται στον έξω κόσμο κρατώντας ένα ξύλινο καφέ σεντούκι με κεριά πάνω. Το τοποθέτησαν με προσοχή πάνω στο σώμα μου που κοιμόταν και με περικύκλωσαν. Ήθελα να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη για να φύγουν, όμως ήταν μάταιο. Ο πατέρας συνέχισε να σπάει πράγματα στην κουζίνα και οι άνθρωποι απ' την άλλη μεριά του τοίχου είχαν συσπειρωθεί γύρω μου και έψελναν. Δεν καταλάβαινα. Ήθελα να φύγω απ' αυτή τη διάσταση πριν συμβεί τίποτε χειρότερο.
Ναταλία τρέμεις. Πάλι δεν μπορείς να πάρεις ανάσα.
Ξύπνησα απότομα απ' το φως που ξεχύθηκε στο σαλόνι. Ο υπολογιστής έλειπε, ο πατέρας μου έλειπε και έμεινα να αναρωτιέμαι τι είχε γίνει και γιατί πονούσα ολόκληρη.

ΕφιάλτεςWhere stories live. Discover now