κεφάλαιο 8

49 8 4
                                    

Η ημέρα που το πανηγύρι της πόλης είχε φτάσει. 

Ο πατέρας της Ελίζας ξύπνησε την κόρη του πριν ξημερώσει για να πάνε στην πόλη. 

Απρόθυμα, το κορίτσι σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. 

"Έλα πάμε" της είπε ο πατέρας της και βγήκαν έξω από το σπίτι. 

Κατευθύνθηκαν προς τους στάβλους του χωριού, όπου πήραν την άμαξα τους την οποία έσερναν δύο άλογα και ξεκίνησαν για την πόλη. 

Όταν έφτασαν στα σύνορα της είδαν τον Γουίλιαμ. Ο νεαρός τους κούνησε το χέρι. 

Ο Χένρυ με έναν σάλτο βρέθηκε στο έδαφος και χτύπησε φιλικά τον Γουίλιαμ στην πλάτη. 

Εκείνος βοήθησε την Ελίζα να κατέβει και όταν τα πόδια της άγγιξαν το έδαφος, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. 

"Τι κάνεις;" την ρώτησε χαμογελαστός. 

Η κοπέλα είχε μείνει άναυδη με το πόσο καλά υποκρινόταν τον καλοπροαίρετο και ευγενή άνθρωπο.

"Καλά" απάντησε ψυχρά και είδε τον Γουίλιαμ να την αγριοκοιτάζει.

"Όπως το φαντάστηκα. Δεν γίνεται να άλλαξε από την μια ημέρα στην άλλη" σκέφτηκε η κοπέλα. 

Ο Γουίλιαμ τους οδήγησε στο σπίτι του. Ίσως να ήταν το πιο πολυτελές σπίτι στην πόλη. Μέχρι και υπηρετικό προσωπικό είχαν. 

Κάθισαν στο σαλόνι και συζήτησαν, μέχρι που ο Ντάνιελ πρότεινε στον Γουίλιαμ να πάρει την αρραβωνιαστικιά του και να της δείξει την πόλη. 

"Πολύ ευχαρίστως" είπε εκείνος. 

"Δεν θέλω" είπε η Ελίζα κοφτά. 

"Ελίζα, μην γίνεσαι αγενής" της είπε  πατέρας της. 

Το κορίτσι ήξερε πως ότι και να έλεγε, δεν θα είχε νόημα. 

"Εντάξει" είπε και σηκώθηκε. 

Μαζί με τον Γουίλιαμ βγήκαν από το σπίτι και καθώς περπατούσαν της έπιασε το χέρι, αλλά εκείνη το τράβηξε. 

"Μην τολμήσεις να με αγγίξεις ξανά" του είπε. 

"Να σου υπενθυμίσω ότι θα γίνω άνδρας σου, οπότε αυτό που ζητάς είναι αδιανόητο" 

"Τελικά είσαι πολύ καλός ηθοποιός. Μπροστά στον πατέρα μου είσαι κύριος, ενώ στην πραγματικότητα είσαι ένας τιποτένιος" 

"Πρόσεχε τα λόγια σου. Άκου εδώ. Θα παντρευτούμε. Τι λες να τα αφήσουμε όλα στο παρελθόν και να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια νέα αρχή;" της είπε και της χάιδεψε το μάγουλο.

"Όχι, δεν σε θέλω κοντά μου"

"Ελίζα, μην μου πηγαίνεις κόντρα, γιατί θα το μετανιώσεις πικρά. Θα γίνεις γυναίκα μου και οφείλεις να με υπομένεις" της είπε και τα μάτια του έβγαζαν σπίθες.

Της έσφιξε το μπράτσο.

"Με πονάς" του είπε η κοπέλα.

"Δεν με ενδιαφέρει" της είπε και την έσφιξε και άλλο.

Η Ελίζα βουρκωσε.

"Σε παρακαλώ. Θα κάνω ότι θέλεις"

"Έτσι σε προτιμώ καλύτερα" της είπε και την άφησε.

Της σκούπισε τα δάκρυα και της χαμογέλασε ειρωνικά. Την είχε κάνει να υποταχθεί σε εκείνον, την είχε ταπεινώσει και ένιωθε κυρίαρχος πάνω της.

"Και τώρα, έλα να σε ξεναγήσω στην πόλη" της είπε, με ύφος που δεν έπαιρνε από αντιρρήσεις.

Κάτω από το φως της ΣελήνηςWhere stories live. Discover now