Chapter 31

375 43 8
                                    

«Μάνο» ούρλιαξα και έτρεξα με όση δύναμη είχα κατά πάνω του. Φριχτοί πόνοι υπήρχαν στην κοιλιά μου. Έπεσα κάτω δίπλα του προσπαθώντας να τον κάνω να ξυπνήσει.

«Μάνο. Αγάπη μου. Συγγνώμη για όλα» φώναζα και ο κόσμος γύρω μου με κοιτούσε γεμάτος λύπη. Τον αγκάλιασα σφιχτά όπως κάναμε κάθε φορά και έκλαιγα με λυγμούς. «Ξύπνα. Ξύπνα Μάνο.» Τον κούναγα όσο πιο δυνατά μπορούσα αλλά ο Μάνος τίποτα.

«Γρήγορα πάρτε την κοπέλα» φώναξε ένας άντρας δίπλα μου και με σήκωσαν δυο  μεγαλύτερη σε ηλικία άντρες ώστε να μπω στο φορείο.

«Αφήστε με. Μάνο!!!!!!!!!» φώναξα για άλλη μια φορά. Με έβαλαν μέσα στο ΕΚΑΒ και κοίταξα το σώμα του Μάνου από μακριά να με αφήνει.

«Σας παρακαλώ το αγόρι μου, ο Άντρας μου. Βρίσκεται εκεί. Κάντε κάτι» Ήμασταν πλέον πολύ μακριά από εκείνο το σημείο.

«Μην ανησυχείς. Έρχεται και άλλο ΕΚΑΒ να τον παραλάβει.» Ήταν η τελευταία πρόταση που άκουσα και όλα έσβησαν.

Μετά από 2 μέρες..

Άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν σε ένα άσπρο δωμάτιο. Είδαν έναν απαίσιο εφιάλτη. Πετάχτηκα και βρήκα την Νοσοκόμα να μου κρατάει το χέρι.

«είσαι καλά τώρα» απάντησε με ένα χαμόγελο και εγώ ξάπλωσα πίσω.

«Που είναι ο Μάνος?» ρώτησα και η Νοσοκόμα έσκυψε το κεφάλι.

«Δεν ήταν εφιάλτης?» την κοίταξα με βουρκωμένα μάτια.

«Δυστυχώς όχι κοπέλα μου. Έχασε τις αισθήσεις του πριν έρθει το ΕΚΑΒ  να τον πάρει. Είχε ακαριαίο θάνατο.» Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Η καρδιά μου πόναγε. Θυμήθηκα το σώμα του Μάνου μέσα στα αίματα. Άρχισα να κλαίω χωρίς σταματημό και η Νοσοκόμα έφυγε.  Η πόρτα άνοιξε και οι γονείς μου μπήκαν μέσα. Η μαμά έτρεξε και με αγκάλιασε γεμάτη δάκρυα στα μάτια. Ο μπαμπάς το ίδιο.

«μάθαμε τα πάντα για τον Μάνο και το μωρό και ήρθαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε» πρόσθεσε η μαμά.

«Ποιο μωρό?» γούρλωσα τα μάτια μου και οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Σήκωσα το σεντόνι μου και η κοιλιά μου είχε εξαφανιστεί. Άρχισα να κλαίω άλλη μια φορά.

«Το παιδί μου. Το μοναδικό πράγμα που μου είχε απομείνει από τον Μάνο χάθηκε και αυτό. Το παιδί μου. Μαμάάάά» ούρλιαξα και ο Γιατρός μπήκε μέσα.

«Δεν έπρεπε να της πείτε για το Μωρό. Είναι ακόμα σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Γιατρός άνοιξε τον ορό μου και έριξε μέσα ένα φάρμακο. « Τώρα θα ηρεμήσει. Της έβαλα αναισθητικό. Είναι πολύ άσχημα»

«Αμαλία πώς νιώθεις?» ρώτησε ο γιατρός που βρισκόταν από πάνω μου.

«χάλια» απάντησα και τότε τα μάτια μου έκλεισαν.

«Αφήστε την να ξεκουραστεί σε πέντε μέρες θα είναι έτοιμη να βγει έξω. Θα ήθελα να την βοηθήσετε ώστε να έχει ψυχολογική υποστήριξη γιατί αν συνεχίσει και είναι έτσι θα είναι πολύ κακό για την υγεία της. Να είστε κοντά της» πρόσθεσε και  έφυγαν όλοι από το δωμάτιο.

1 μήνα αργότερα

Δεν μίλαγα, δεν έτρωγα και δεν έβγαινα έξω. Παρα μόνο για να πάω στο νεκροταφείο. Πήγαινα κάθε μέρα. Εκεί άφηνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στον «Μάνο».

 Είχα κλειστεί στο δωμάτιο μου και κοίταζα συνεχώς έξω από το παράθυρο. Είχα παρατήσει για άλλη μια φορά τον εαυτό μου.

Η Μαμά ερχόταν και μου έφερνε φαγητό αλλά εγώ δεν είχα όρεξη.  Ίσως να έτρωγα δυο πιρουνιές φαγητό την ημέρα και αυτό ήταν όλο. Άρχισα να χάνω λίγα κιλά. Έτσι ένιωθα τουλάχιστον. Φίλοι, συγγενείς ερχόντουσαν στο σπίτι να με συλλυπηθούν. Εκείνη την ημέρα ήρθε κάποιος που δεν περίμενα να δω. Η μαμά του Μάνου στάθηκε μπροστά από την πόρτα μου με τα μαύρα ρούχα της. Τότε έτρεξα πάνω της και την αγκάλιασα όσο σφιχτά μπορούσα. Μύριζε το ίδιο απορρυπαντικό που μύριζαν και τα ρούχα του Μάνου. Άρχισα να κλαίω καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά.

«Σώπασε κορίτσι μου. Ο Μάνος πάντα θα είναι μαζί μας και θα μας προσέχει. Δεν θα φύγει ποτέ από την καρδιά μας.»

«Εγώ φταίω. Τσακωθήκαμε λίγο πριν φτάσουμε. Ο Μάνος τσαντίστηκε και τότε ένα φορτηγό ήρθε πάνω μας. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι. Θα ήταν όλα τόσο όμορφα αν δεν είχε γίνει όλο αυτό.»

«Το ξέρω κορίτσι μου. Το ξέρω. Εγώ νομίζεις δεν πόνεσα όταν έχασα τον άντρα μου? Ήμασταν τόσα χρόνια μαζί. Μπορεί να χωρίσαμε όμως πάντα τον αγαπούσα. Ήταν καλός άνθρωπος απλά δεν ταιριάξαμε. Κάποιες φορές  ο θεός παίρνει τα άτομα που αγαπάμε. Και όχι για κακό αλλά για καλό. Πάντα υπάρχει ένας λόγος. Ο θεός θα τον ήθελε κοντά του. Και αυτόν και τον γιο μου. Μην στεναχωριέσαι Αμαλία. Είναι καλά εκεί που είναι τώρα και μας βλέπει. Ξέρεις πόσο στεναχωρημένος θα είναι που είμαστε έτσι» Σήκωσε το πρόσωπό μου και με φίλησε στο κούτελο. εγώ χαμογέλασα και πρόσθεσε. «Ο Μάνος ήθελε πάντα να σε βλέπει ευτυχισμένη και χαρούμενη. Λοιπόν ξανα σκέψου το. Θα ζει στην καρδιά σου όσο τον σκέφτεσαι και χαμογελάς» Μου χάιδεψε το πρόσωπο και έφυγε. 

Το Πρώτο ΚαλοκαίριWhere stories live. Discover now