Chapter 10

536 55 6
                                    

Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα την πόρτα της πολυκατοικίας που άνοιξε και μια ξανθιά βγήκε έξω. Ήταν η κοπέλα που βρισκόταν στο κρεβάτι του Αχιλλέα. Μας πλησίασε.

« Το χαζό στοίχημα σας, έκανε τον Αχιλλέα να με παρατήσει στα κρύα του λουτρού. Μάνο σε προειδοποιώ, είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω μπροστά μου.»

«Ποιο στοίχημα? τι λέει?» πήγα πιο πίσω και κοίταξα τον Μάνο με τρόμο.

«δεν καταλαβαίνω τι λες. Είναι τρελή δεν την βλέπεις?» είπε προσπαθώντας να καλυφθεί..

«Ποια είναι τρελή ρε μαλάκα? Πριν 4 μήνες δεν μίλαγες με τον Αχιλλέα και σχεδιάζατε τι θα κάνετε με την χοντρή από εδώ??» κίνησε το χέρι της προς εμένα και με έδειξε..

« Θέλω να μου εξηγήσεις τώρα τι συμβαίνει!!!» Φώναξα

«Δεν έχω να εξηγήσω τίποτα. Είναι τρελή. Πας καλά? Κάθεσαι και ακούς αυτήν?»

« Αυτή όμως δεν έχει κανένα λόγο για να σε κατηγορήσει.!!!»

«Αμαλία μου, λέει ψέματα!»

«Μακριά από εμένα. Μην με ακουμπάς.» Έκανα ένα βήμα πίσω καθώς ερχόταν πιο κοντά να με αγκαλιάσει.

«Κοπέλα μου λυπάμαι που στο λέω αλλά έχεις εξαπατηθεί από τον ίδιο σου τον κολλητό. Βάλανε το καλοκαίρι στοίχημα με τον Αχιλλέα αν θα καταφέρει να στην πέσει. Δεν στα λέω επειδή σε λυπάμαι. Ούτε γιατί ζηλεύω. Εξάλλου τι έχω να ζηλέψω από μια κακομοίρα σαν και εσένα.! Εγώ πηδιέμαι 2 χρόνια με τον Αχιλλέα. Ξέρω τα πάντα! Γι’ αυτό τον κώλο σου και δρόμο.!»

Για λίγα δευτερόλεπτα είχα παγώσει. Δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. Να την βρίσω? Να μην την βρίσω? Να κλάψω μπροστά τους? Να την πιάσω από το μαλλί? Να φύγω και όπου βγάλει? Και ο Μάνος? Ο Μάνος που τόσα χρόνια ήταν “φίλος” μου?! Γύρισα από την άλλη χωρίς να πω τίποτα και έφυγα. Έφυγα με την πρώτη ευκαιρία.

« Αμαλία που πας? Έλα πίσω» φώναξε και άρχισε να με ακολουθεί.

«Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου»  ένιωσα αηδιασμένη, εξαπατημένη. Σιχαινόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.!! Όχι.!!

Κάποιες καλές κυρίες στο δρόμο με βοήθησαν να φτάσω στο ΚΤΕΛ. Εκεί πήρα το πρώτο ΚΤΕΛ για Αθήνα. Ήμουν χαλιά. Ευτυχώς τα λεφτά μου έφταναν ίσα ίσα για να τσιμπήσω και κάτι. Ακόμα δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που έγινε. Ο Δρόμος για την Αθήνα ήταν μεγάλος. Πήρα την μητέρα μου τηλέφωνο και την ενημέρωσα πως θα αργήσω. Τι θα της έλεγα τώρα? Πώς παράτησα το Μάνο για να φύγω με ΚΤΕΛ? Δεν θα με πίστευε. Όμως δεν έχω καμία όρεξη να ασχοληθώ αυτή την στιγμή με αυτό το θέμα. Οι Σκέψεις μου ήταν πολλές. Δεν σταμάτησα να κλαίω. Όλα έμοιαζαν λάθος. Κατηγορούσα τον εαυτό μου. Μετά σκέφτηκα την συζήτηση που είχα με τον Μάνο. “ Η Σοφία είναι καλή καταβάθος. Με ρωτάει συχνά για εσένα.”  Αυτή η πρόταση στοίχειωνε τώρα το μυαλό μου. Σίγουρα θα είναι η Σοφία πίσω απ’ όλα αυτά ! Ήμουν ζαλισμένη από όλη αυτή την ένταση. Έκλεισαν τα μάτια μου τόσο γρήγορα που δεν το πήρα χαμπάρι. Κρύωνα τόσο πολύ ! Σε 6 ώρες θα ήμουν Αθήνα. Ήθελα να πάω στο σπίτι μου. Να κουλουριαστώ κάτω από τις κουβέρτες και να μην ξανασηκωθώ. !!
Άνοιξα τα μάτια μου και είχε πλέον νυχτώσει. Ήταν 10:30 το βράδυ. Κοίταξα το κινητό μου, είχα τέσσερις κλήσεις από την μαμά.

«Σε δεκαπέντε λεπτά θα είμαστε στην Αθήνα.» φώναξαν από το μεγάφωνο. Την πήρα τηλέφωνο αμέσως και την ενημέρωσα πως έρχομαι. Δεν της ανέφερα τίποτα για το ΚΤΕΛ και τον Μάνο. Κατέβηκαν αμέσως όταν φτάσαμε και προχώρησα προς το σπίτι μου. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά και δεν είχα και λεφτά για ταξί ώστε να με φέρει στο σπίτι.

Κράτησα την τσάντα μου και έβγαλα τα κλειδιά μου. Ω θεέ μου ας μην αρχίσει τις ερωτήσεις η μητέρα μου ! Ήθελα να πάω στο δωμάτιο μου τόσο πολύ. Φαινόταν αιώνας από το πρωί. Ήμουν εξαντλημένη.  Γύρισα το κλειδί στην πόρτα και μπήκα μέσα αντικρίζοντας την μαμά στον καναπέ να βλέπει τηλεόραση.

« Ήρθες?»

«Ναι μαμά.»

«Πώς πέρασες?»

«Να τα πούμε αύριο? Είμαι πτώμα. Κουτουλάω από την νύστα»

«Εντάξει όπως θες. Καληνύχτα.» Ήρθε κοντά μου και με φίλησε.

Πήγα να φύγω και κάθισε πάλι στον καναπέ. Όμως γύρισα πίσω..

«Μαμά?»

«Ναι» Πήγα και κάθισα δίπλα της. Την αγκάλιασα τόσο σφιχτά. Αν και δεν ήθελα να τις πω τίποτα, ήταν η μόνη που ήξερα πώς θα με άκουγε σε ότι και αν της έλεγα.

«Σε αγαπώ πολύ μαμά» ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο μου και η μαμά μου χάιδεψε την πλάτη.

«και εγώ Αμαλία μου.» Χαμογέλασε και δεν το συνέχισε. Απλά καθίσαμε 5 λεπτά χωρίς να πούμε τίποτε άλλο αγκαλιασμένες.

Κάποιες φορές οι μαμάδες είναι ο καλύτερος τρόπος να αισθανθείς καλύτερα ακόμα και με μια τους αγκαλιά. Είναι κάτι σαν γιατρός, ψυχολόγος, ακροατής της ζωής σου. Γιατί όπως και να το κάνουμε σαν την μαμά δεν είναι κανείς και δεν θα σε αγαπήσει ποτέ κανείς όπως αυτή. 

Το Πρώτο ΚαλοκαίριWhere stories live. Discover now