Κεφάλαιο 19

6 2 0
                                    

Ο ήλιος που μπήκε από το παράθυρο την έκανε να ξυπνήσει. Ήταν πλέον πρωί και η μέρα ήταν ηλιόλουστη και πολύ ζεστή. Ξύπνησε ζαλισμένη σαν να είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ. Έπιασε το κεφάλι της και με τα δύο χέρια και μόρφασε.
Τι είχε συμβεί χτες; είπε νοερά. Διάσπαρτες εικόνες της έρχονταν από το όνειρο που είχε δει ή πιο σωστά από τον εφιάλτη. Ήταν όμως τόσο ζωντανό όλο αυτό σαν να μην ήταν όνειρο σαν να συνέβη όντως. Τότε θυμήθηκε τα λόγια του Δαίμονα "σου έχω αφήσει ένα δώρο..."
Τεντώθηκε με δυσκολία και άνοιξε το πρώτο συρτάρι και εκεί με μεγάλη της έκπληξη είδε ένα τετράδιο. Ένα μικρό σκληρόδετο σημειωματάριο που φαινόταν πολύ παλιό και ταλαιπωρημένο. Το κράτησε στα χέρια της για λίγο, προσπαθώντας να ξεπεράσει ακόμα το σοκ.
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε μπει μέσα στο σπίτι και παραβίασε το δωμάτιο της. Θυμήθηκε ότι δεν μπορούσε να κινηθεί, με κάποιο τρόπο την είχε ναρκώσει. Όλα ήταν τελείως ανεξήγητα και μυστηριώδη. Είχε αρχίσει πάλι να πιστεύει ότι τρελαίνεται και πως με κάποιο τρόπο ήταν όλα στο μυαλό της, μα δεν ήταν δυνατόν υπήρχε μπροστά της το πειστήριο. Το μόνο στοιχείο που την κρατούσε μακριά από την τρέλα και επιβεβαίωνε τον νυχτερινό επισκέπτη της.
Διστακτικά άνοιξε το τετράδιο και είδε ότι ήταν κάποιου είδους ημερολόγιο και πως ο γραφικός χαρακτήρας του ατόμου που το έγραψε ήταν αρκετά γνώριμος. Άρχισε να διαβάζει την πρώτη εγγραφή και είδε ότι ήταν σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, περίπου την ίδια εποχή με την τωρινή.
Άρχισε σιγά σιγά να διαβάζει. Ο συγγραφέας ήταν γυναίκα και μάλιστα νεαρή αν έκρινε απο τον τρόπο γραφής της. Περιέγραφε την ψυχολογική της κατάσταση και απ' τα λεγόμενα της ήταν σε κατάσταση αιχμαλωσίας. Τότε τα κατάλαβε όλα, το ημερολόγιο ήταν της μητέρας της από την περίοδο που ο δολοφόνος την κρατούσε αιχμάλωτη, γι' αυτό το λόγο ο γραφικός χαρακτήρας της φαινόταν τόσο γνώριμος.
Όλες οι θεωρίες της πλέον επιβεβαιώνονταν, ήθελε να διαβάσει τα πάντα, να μάθει όσα περισσότερα γίνεται.
Ένα χτύπημα στην πόρτα και μια γνώριμη φωνή την διέκοψαν.
"Άρτεμις είσαι εδώ;" ήταν ο Φίλιππος και ακουγόταν συντετριμμένος.
Σηκώθηκε γρήγορα, έβαλε το ημερολόγιο στο συρτάρι και μετά πήγε στην πόρτα του δωματίου. Την άνοιξε και συνάντησε ένα Φίλιππο, σκιά του εαυτού του. Δεν φορούσε γυαλιά, τα μάτια του ήταν πρησμένα από την αϋπνία, φαινόταν να είχε πιει πολύ και είχε τσαλακωμένα ρούχα.
"Φίλιππε πώς είσαι;" είπε με συμπόνια.
"Όσο καλά μπορεί να είναι κάποιος στη θέση μου. Είναι πολύ δύσκολες μέρες για μένα. Εσύ τι κάνεις; Θέλεις να κατέβεις κάτω να μιλήσουμε;"
"Εγώ θα σου πρότεινα να πας να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς λίγο και μετά θα μας φτιάξω κάτι να φάμε και θα μιλήσουμε όσο θέλεις."
"Δεν θέλω ούτε να κοιμηθώ, ούτε να κάνω μπάνιο. Ένα πράγμα θέλω να μάθω και είναι το γιατί;"
" Πίστεψε με και εγώ θέλω πολύ να το μάθω μα δεν είναι εφικτό τώρα" του είπε με περίλυπο ύφος." Κάνε ένα μπάνιο και έλα κάτω, το χρειάζεσαι"
"Πήγα στο σπίτι του μαλάκα, αλλά δεν ήταν εκεί. Τον πήρες τηλέφωνο; Του είπες κάτι εσύ;" πλέον φαινόταν νευριασμένος.
"Όχι δεν του μίλησα" αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια.
"Μετά πήγα στη Θάλεια και απαίτησα να με βάλουν μέσα να τη δω. Με τα πολλά με άφησαν και έμεινα εκεί εξοργισμένος απλά να την κοιτάω και μετά άρχισα να της μιλάω και να την ρωτάω γιατί, γιατί, ΓΙΑΤΙ; Της έδωσα τα πάντα." τα μάτια του ήταν κόκκινα και οι γροθιές του σφιγμένες. Τότε ξέσπασε σε κλάματα και γύρισε απότομα και έφυγε. Πήγε προς το δωμάτιο του μα το μετάνιωσε και μπήκε στο διπλανό που ήταν ξενώνας.
Η Άρτεμις έμεινε να κοιτάει την εσωτερική του πάλη. Δεν μπορούσε ούτε στο ίδιο του το δωμάτιο να μπει πλέον γιατί είχε χαραγμένη στο μυαλό του την εικόνα της φωτογραφίας.
Βυθισμένη στις σκέψεις της μπήκε πάλι στο δωμάτιο της και φόρεσε μια αλλαξιά καθαρά ρούχα και κατέβηκε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάνε και οπωσδήποτε από ένα δυνατό καφέ για τον καθένα.
Πήρε τον καφέ και έκατσε στην βεράντα και χάζευε τη θάλασσα περιμένοντας τον Φίλιππο. Το μυαλό της ταξίδευε στο ημερολόγιο της μητέρας της, ήθελε να πάει γρήγορα πάνω και να διαβάσει τα πάντα. Ήξερε πως κάπου εκεί μέσα θα μπορούσε να βρει κάποια πληροφορία που θα την βοηθήσει να σωθεί.
Πέρασε αρκετή ώρα ή έτσι της φάνηκε και ο Φίλιππος δεν κατέβηκε κάτω. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ίσως τον πήρε ο ύπνος, σκέφτηκε, έχει περάσει τόσα πολλά κι εκείνος αυτές τις μέρες. Τελικά έφερα μεγάλη κακοτυχία με τον ερχομό μου εδώ.
Η συνειδητοποίηση αυτή την γέμισε θλίψη, τον τελευταίο καιρό βίωνε μόνιμα αρνητικά συναισθήματα. Φόβος, τρόμος, πόνος, θλίψη, απελπισία και μετά θυμός και όλα απ' την αρχή. Τελείωσε τον καφέ της και αποφάσισε να ανέβει στο δωμάτιο του Φιλίππου να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά και να του πάει λίγο καφέ και ένα μικρό σνακ.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα άκουσε ομιλίες να έρχονται από τον ξενώνα που ήταν ο Φίλιππος. Είχε μισάνοιχτη
την πόρτα και έτσι πήγε πιο κοντά. Τον είδε να στέκεται κοντά στο παράθυρο και να μιλάει μόνος του σαν τρελός. Έκανε να μπει μέσα, μα τότε είδε ότι κρατούσε ένα κινητό στο χέρι του. Ανακουφίστηκε λίγο και έκανε να φύγει, μα τότε διέκρινε το όνομα της μέσα στα λόγια του και κοντοστάθηκε να ακούσει.
"Είναι εδώ και δεν είναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, πρέπει άμεσα να γίνει κάτι, νομίζω δεν θα αντέξει για πολύ." ψιθύρισε στο τηλέφωνο.
"Προσπαθώ να την κάνω να μου μιλήσει να ανοιχτεί, μα δεν γίνεται. Έχει πολύ ψηλά τις άμυνες της. Πρέπει να γίνει γρήγορα."
Της κόπηκαν τα πόδια, έμεινε εκεί κοκκαλωμένη από τον τρόμο. Τελικά οι αρχικές της υποψίες είχαν βάση. Η μητέρα της είχε αντιδράσει σωστά όταν είδε τον Φίλιππο. Εκείνος ήταν ο δαίμονας και φαινόταν να έχει και εξωτερική βοήθεια. Εξηγούνταν πάρα πολλά πλέον, είχαν ανοίξει τα μάτια της.
Ξεπερνώντας το μεγάλο σοκ έδωσε ώθηση στο σώμα της να κινηθεί και μπήκε όσο πιο αθόρυβα γίνεται στο δωμάτιο της και κλείδωσε.
Πήγε στο κρεββάτι και έκατσε, το μάτι της έπεσε σε ένα βοηθητικό τραπεζάκι, που υπήρχε δίπλα στην πόρτα, εκεί είχε αφήσει το μαχαίρι που είχε πάρει χτες για άμυνα. Θα της χρειαζόταν τώρα που ήξερε. Έπρεπε να εξουδετερώσει τον Φίλιππο και να δει τι θα κάνει με το δεύτερο πρόσωπο.
Πριν απ' όλα όμως θα διάβαζε το ημερολόγιο της μητέρας της για να μάθει όσα περισσότερα μπορεί για την ιστορία που εμπλέκονταν πλέον και η ίδια. Πήγε στο συρτάρι και το άνοιξε και τότε με τρόμο συνειδητοποίησε ότι το ημερολόγιο έλειπε από το κομοδίνο.
"Ο μπάσταρδος το πήρε" είπε μέσα από τα δόντια της. "Δεν πειράζει, θα το βρω πάλι"
Πήρε το μαχαίρι και το έκρυψε στο παντελόνι της και μάζεψε όλη τη δύναμη της και πήγε κοντά στην πόρτα. Αφουγκράστηκε για μια στιγμή και όταν βεβαιώθηκε ότι δεν ακουγόταν τίποτα, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς αυτό του Φιλίππου.
Η πόρτα ήταν ακόμα μισάνοιχτη αλλά εκείνος πλέον δεν μιλούσε στο τηλέφωνο, τον είδε να κάθεται κοντά στο παράθυρο και να κοίτα έξω. Σαν να παρακολουθούσε προσηλωμένος κάτι που γινόταν κάτω στην παραλία. Μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και άρχισε να τον πλησιάζει. Όταν είχε φτάσει σχεδόν δίπλα του, ενώ δεν έκανε καθόλου θόρυβο, εκείνος γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.
Τα ανοιχτόχρωμα ματιά του είχαν σκοτεινιάσει, η υποτιθέμενη συντριβή του είχε χαθεί μέσα στα απύθμενα βάθη των δαιμονικών του ματιών. Μια υποψία ενός σαρδόνιου χαμόγελου μετέτρεπε το ευγενικό του πρόσωπο σε ένα προσωπείο χωρίς ψυχή.
Την κοίταξε και την επεξεργάστηκε για μερικά λεπτά. Κι εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα χωρίς φόβο. Πλέον ένιωθε δυνατή γιατί πάντα η γνώση είναι δύναμη.
"Πες μου λοιπόν, Φίλιππε, γιατί;;" του είπε με σταθερή φωνή και το χέρι της ακουμπούσε το μαχαίρι πλέον.
"Τι εννοείς; Γίνε πιο συγκεκριμένη" και πήρε μια έκφραση απορίας που θα ζήλευε και ένας ηθοποιός του Χόλυγουντ.
Είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία της αλλά είχε το πάνω χέρι πλέον. Έπρεπε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε.
"Τι θα γίνει την πανσέληνο; Θα με φυλακίσεις και εμένα σε ένα υγρό υπόγειο;" του είπε ωμά και τα μάτια της έβγαζαν φωτιές. Το χέρι της έτρεμε πάνω από το μαχαίρι και ήταν στα όρια της.
Μια λάμψη πέρασε από το βλέμμα του και η απορία έγινε ακόμα πιο έντονη.
"Τι είναι αυτά που λες; Ποια πανσέληνος; ποιος θα σε φυλακίσει;" έκανε ένα βήμα κοντά της και εκείνη πισωπάτησε.
"Άρτεμις τι συμβαίνει; Μίλησε μου" και προσπάθησε να πλησιάσει κι άλλο.
"ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ, ΔΑΊΜΟΝΑ" φώναξε με όλη της τη δύναμη και έβγαλε το μαχαίρι και το έστρεψε προς το μέρος του.
"Μα τι κάνεις; Τρελάθηκες;" ήταν η σειρά του να πισωπατήσει.
"Με ποιον μιλούσες στο τηλέφωνο νωρίτερα; έλεγες για μένα. Μίλα σκουλήκι." έφτυσε τα λόγια σαν να φτύνει δηλητήριο.
"Ναι όντως μιλούσα για σένα με τον ψυχίατρο που με παρακολουθεί. Ξέρεις ακόμα και εμείς οι ψυχίατροι χρειαζόμαστε υποστήριξη, ειδικά τώρα. Δεν καταλαβαίνω τι σου συμβαίνει;" έμοιαζε σοκαρισμένος.
"ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ"
"Μα σε παρακαλώ κορίτσι μου, ηρέμησε. Δεν σου λέω ψέματα. Αν θέλεις τον παίρνουμε τώρα τηλέφωνο και του μιλάς. Τον πήρα και κάναμε μια τηλεφωνική συνέδρια και του μίλησα και για σένα και για το πως να χειριστώ την κατάσταση σου, πέραν από την δική μου. Πίστεψε με. " και έκανε να πιάσει το τηλέφωνο του.
"ΟΧΙΙΙΙ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΟ ΚΙΝΗΤΌ ΣΟΥ ΤΏΡΑ" πλέον είχε πάθει υστερία και κράδαινε το μαχαίρι πολύ κοντά στον Φίλιππο.
Πήρε το κινητό του και της το έδωσε χωρίς να φέρνει καμία αντίσταση.
Το άνοιξε και κοίταξε την τελευταία κλήση του, έγραφε ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ. Το όνομα της φάνηκε γνωστό σαν να το είχε ξανακούσει πάλι. Προσπάθησε να καταπολεμήσει την υστερία της και σκέφτηκε πιο καθαρά και το βρήκε. Ήταν όντως ψυχίατρος, είχε συνεργαστεί για λίγο με τον προηγούμενο γιατρό της μητέρας της, ήταν μεγαθήριο στο χώρο και μέντορας πολλών νέων επιστημόνων. Λέει την αλήθεια, άραγε; τα πρώτα ίχνη αμφιβολίας δηλητηρίασαν την κρίση της. Όχι δεν πρέπει να με χειραγωγήσει πάλι, αν τον εμπιστευτώ και κάνω λάθος το έχασα το παιχνίδι. Το μυαλό της άρχισε να παίρνει πολλές στροφές και να καταστρώνει ένα σχέδιο.
"Λοιπόν, δεν σε πιστεύω αλλά σου δίνω μια πολύ μικρή πιθανότητα να λες αλήθεια. Θα πάμε κάτω προσεκτικά χωρίς να κάνεις καμιά βλακεία και θα βρούμε σκοινί να σε δέσω και μετά θα σου εξηγήσω τα πάντα και θα δούμε τι ισχύει και τι όχι." του είπε και τον ζύγισε με το βλέμμα της.
"Καταρχάς, θέλω να ηρεμήσεις και να φερθείς λογικά. Μπορούμε να κάτσουμε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι και να μιλήσουμε. Να μου πεις τι συμβαίνει και να βρούμε μια λύση. Άσε με να σε βοηθήσω." πλέον της μιλούσε ικετευτικά και με ήρεμη φωνή σαν να ήταν τρελή.
Όχι όχι δεν θα το επιτρέψω αυτό, δεν είμαι τρελή, είμαι μια χαρά. Έλεγε και ξανάλεγε μέσα της.
"Κάνε αυτό που σου λέω και όλα θα είναι εντάξει, αν είσαι αθώος δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα"
"Εντάξει, εντάξει πάμε κάτω. Θα πάω εγώ μπροστά και εσύ ακολούθησε με. Έχω σκοινί στην κουζίνα. Δεν θα φέρω αντίσταση αν νομίζεις ότι έτσι πρέπει να γίνει αλλά προς Θεού μην κάνεις καμιά τρελά." είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά σαν να έλεγε παραδίνομαι.
Κατέβηκαν τη σκάλα και όντως όλα έγιναν όπως τα είχαν πει. Τον έβαλε να κάτσει σε μια καρέκλα και τον έδεσε σφιχτά, είδε στα μάτια του τον πόνο και η αναπνοή του έγινε πιο βαριά. Εκείνη τότε έκατσε απέναντι του, "θαυμάζοντας" το έργο της.
"Λοιπόν Φίλιππε, τώρα μπορούμε να κάνουμε την πρώτη μας συνέδρια. Αλλά αυτή τη φορά θα είμαι εγώ η ψυχίατρος και εσύ ο ασθενής. Πως σου φαίνεται;"
"Είναι λίγο ανορθόδοξο αλλά θα το δεχτώ. Τι θέλεις να σου πω;" μόρφασε και πάλι από το ποσό σφιχτά τον είχε δέσει στην καρέκλα, μα δεν παραπονέθηκε.
"Αρχικά πες μου για σένα. Για την ζωή σου, να σε γνωρίσω καλύτερα. Από που είσαι; Που είναι οι δικοί σου; Που μεγάλωσες; Γιατί έγινες ψυχίατρος; Γιατί ΑΠΑΓΑΓΕΙΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΚΌΣΜΟ;" Σηκώθηκε όρθια και πήγε πάλι κοντά του βάζοντας του το μαχαίρι στο λαιμό. Εκείνος έβγαλε μια κραυγή και τότε το παράθυρο της κουζίνας έσπασε και γέμισε ο τόπος γυαλιά και μια μαυροφορεμένη φιγούρα έκανε την εμφάνισή της στο χώρο.
Πλησίασε με αλλόκοτη ταχύτητα και έπιασε την Άρτεμη από τα μαλλιά και της πήρε το μαχαίρι από τα χέρια και το πέταξε στο πάτωμα.
"Η μικρή πριγκίπισσα δεν κάθεται καθόλου καλά και πρέπει να τιμωρηθεί. Ξεπέρασες τα όρια πλέον και είσαι επικίνδυνη για τον εαυτό σου. Με εξέθεσες και τώρα θα πεθάνει ακόμα ένα άτομο εξαιτίας σου και εσύ θα είσαι μάρτυρας και συνένοχος στο φόνο."
Την πέταξε στο πάτωμα σαν πλαστική κούκλα και χτύπησε το κεφάλι της στην άκρη του τραπεζιού. Μετά όλα άρχισαν να χάνονται αλλά πριν έρθει το σκοτάδι, είδε τον Δαίμονα να αρπάζει το μαχαίρι και να κόβει το λαιμό του Φιλίππου, ο οποίος είχε μείνει με ανοιχτό στόμα να παρακολουθεί τη σκηνή.
Και έτσι όλα τελείωσαν. Είχε έρθει η σειρά της.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now