Ιουλιέτα

51 6 6
                                    

    ΜΕ ΕΔΙΩΞΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ. Το να υποφέρεις είναι θρησκευτικό, αν το κάνεις σωστά. Yπάρχει ένα βουητό μέσα στο μυαλό μου, που ψιθυρίζει ιερές λέξεις. Μία χορωδία που ουρλιάζει από αγωνία, περιμένοντας το τέλος μου. Θα τραγουδήσει ο θάνατος μία γλυκόπικρη μελωδία καθώς πιάνει το χέρι μου ή η φωνή μου θα γίνει μία θολή κατάσταση φωτός που θα εξαφανιστεί στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου;. Ίσως είμαι μία σειρήνα, βαθιά κρυμμένη στον σκοτεινό ωκεανό ή ζωντανεύω ξανά, σκάβοντας με τα χέρια μου το χώμα της γης.

Μία δύναμη απερίγραπτου μύθου. Ένα αποκύημα πίστης που σβήνει με τον καιρό σαν καπνός. Μου κλέβεις την καρδιά και το αποκαλείς προσευχή. Μου κόβεις τον λαιμό και αναρωτιέσαι που είναι η φωνή μου. Δεν υπάρχει γυναίκα. Δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο το περίγραμμα του σώματος της.

Το σώμα σου είναι σαν ένα σαιξπηρικό έργο. Η κλασσική ομορφιά σου θρυμματίζεται από μία επικείμενη καταστροφή. Θα τραγουδούσαν διακηρύξεις αγάπης και θα τιμούσαν το όνομα σου. Αντίθετα αποφάσισες το γέλιο σου να συναγωνιστεί ενάντια την πιο παραδεισένια αρμονία. Ήσουν μία τραγωδία που περίμενες να συμβεί και ήμουν πρόθυμη να υποφέρω για εσένα.

Η αλήθεια είναι στον τρόπο που με κοίταξες, καθώς έβαζες το μαχαίρι στην πληγή και το ευλόγησες, γιατί κανείς δεν αιμορραγεί για εσένα όπως εγώ. Ένα στόμα σαν το δικό σου, θα έπρεπε να μετανοήσει. Στην πραγματικότητα, το χτύπημα σου μεταμορφώνεται σε ένα κοράκι που μαζεύει τη σάρκα ανάμεσα στα μάτια του. Ξεφλουδίζει το δέρμα και χτυπάει το κρανίο του. Είναι απλώς ένας αιωρούμενος σωρός άκρων, που λικνίζεται απαλά από την απαλή ροή ενός άγνωστου ωκεανού, με τον ήλιο να καίει το πρόσωπο σου. Μία λαμπερή λάμψη αρχίζει να σβήνει και να αισθάνεται σαν χλευασμός. Μία ανοιχτή πληγή σκισμένη στο δέρμα. Δεν μπορείς να θυμηθείς πως έπεσες από τη χάρη του ουρανού ή γιατί ο ήλιος νιώθει σαν ένας χαμένος εραστής που ποτέ δεν ήταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να σου ανήκει.

Οι συλλογικές κραυγές από τους θεούς που σε χάραξαν, κάνουν τα αυτιά μου να αιμορραγούν. Είσαι σαν έναν μαραμένο κήπο. Τα φτερά σου έχουν βραχεί σε μία λίμνη, σαν λευκά κρίνα με το άγγιγμα ενός καλλιτέχνη, τα μάτια σου έχουν γίνει κρύσταλλοι που κρύβονται μέσα στο σκοτάδι, τα κοράκια έχουν αρχίσει να χάνουν τα φτερά τους από τον άνεμο. Είσαι ένας ηττημένος παράδεισος, μία ψευδαίσθηση με γυαλιστερά μάτια φτιαγμένη για ανόητους αυτοκράτορες.

ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ Where stories live. Discover now