Απογοήτευση

381 39 8
                                    


Ανοίγω αργά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να ανακαλύψω πως ο Ορέστης κοιμάται. Άρα το πεδίο είναι ελεύθερο για να ψάξω. Κλείνω μαλακά την πόρτα και μετά τρέχω ως το γραφείο του. Σίγουρα θα υπάρχει κάτι εκεί μέσα, κάτι που θα με βοηθούσε. Την στιγμή που διασχίζω τον διάδρομο, ακούγεται ένας ήχος, σαν να ήρθε μήνυμα σε κάποιο τηλέφωνο. Στρέφω αργά το βλέμμα μου στο τραπεζάκι του σαλονιού. Εκπλήσσομαι που βρίσκω το τηλέφωνο του Ορέστη. Μια πρωτόγνωρη ιδέα γεννιέται στο κεφάλι μου. Ίσως αυτό να είναι το κλειδί για τις απαντήσεις μου. Με μεγάλες δρασκελιές, βρίσκομαι πάνω από την συσκευή, ατενίζοντας την φοβισμένη. Ποιος ξέρει τι θα ανακαλύψω εκεί μέσα. Θέλω όντως να το κάνω αυτό; Γαμώτο, δεν έχω βρεθεί ως τώρα σε αυτό το δίλημμα. Δεν μπορώ να βρίσκομαι στο σκοτάδι, όσο και να με τρομάζει η αλήθεια... δεν μπορώ να την παραμερίσω. Αρπάζω αποφασιστικά το κινητό στα χέρια μου και το ανοίγω. Αμέσως μπαίνω στα μηνύματα του, ψάχνοντας μανιωδώς το όνομα του.
«που στο καλό σε έχει;»
Ψελλίζω, και εκείνη την στιγμή πέφτω πάνω στο όνομα: Μάρκος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, πριν ανοίξω την συνομιλία τους.

Ορέστης:
Απόψε μου είπε ότι βγήκε πάλι με την αδερφή της. Τι γίνεται;

Μάρκος:
Την αλήθεια σου είπε, μαζί της ήταν.

Ορέστης:
Ναι, δεν γίνεται όμως μόνο με τις λέξεις, θέλω και αποδείξεις. Πρέπει να δω κάποιες φωτογραφίες, να ξέρω τι γίνεται.

Μάρκος:
Εντάξει, πέρνα αύριο από το γραφείο μου, θα σου έχω έτοιμο υλικό.

Το τελευταίο μήνυμα άργησε μερικά λεπτά να το στείλει ο Μάρκος. Λες ο Ορέστης να ήταν το τηλεφώνημα που είχε μόλις έφτασα στο διαμέρισμα του; Γαμώτο, θα εκραγεί το κεφάλι μου με αυτά που ανακαλύπτω. Γιατί ο Μάρκος δίνει πληροφορίες για εμένα στον Ορέστη; γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Κλείνω τα μηνύματα και αφήνω την συσκευή πάνω στο τραπέζι. Δεν θέλω να μείνω εδώ μέσα, έχω αρχίσει και φοβάμαι. Χρειάζομαι κάποιον άξιο εμπιστοσύνης για να του μιλήσω, και αυτός ο κάποιος είναι η αδερφή μου. Αμέσως αρπάζω τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγαίνω σαν σίφουνας από το σπίτι.

«τι στο καλό γυρεύεις βραδιάτικα εδώ πέρα παιδάκι μου;»
Γκρινιάζει μόλις ανοίγει την πόρτα.
«Μελίτα, πρέπει να σου μιλήσω, γιατί αν δεν τα πω σε κάποιον, θα τρελαθώ!»
Λέω, καθώς την προσπερνάω για να μπω μέσα στο σπίτι.
«τι έγινε πάλι στο μικρό σπίτι στο λιβάδι; είχαμε φασαρίες;»
«Μελίτα, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά!»
Της τονίζω, κοιτάζοντας την με γουρλωμένα μάτια.
«αρχίζω να ανησυχώ στ' αλήθεια τώρα. Για ρίχτο»
«ο Μάρκος γνωρίζει για τον Ορέστη»
Αρχικά δείχνει να μην κατάλαβε τι της είπα, αλλά σιγά σιγά τα γρανάζια της ξεκινούν να δουλεύουν.
«του μίλησες;»
«όχι, ξέρεις ότι δεν θα ήμουν ποτέ ικανή να το κάνω αυτό»
Δηλώνω, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου.
«τότε πως ξέρει;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, καθώς προσπαθώ να βάλω σε μια σωστή σειρά τις λέξεις μου, ώστε να βγάλουν κάποιο νόημα.
«ο Μάρκος με παρακολουθεί Μελίτα, και από ότι κατάλαβα... τον έχει βάλει ο Ορέστης να με παρακολουθεί»
Τα μάτια της είναι έτοιμα να βγουν από το κρανίο της, μόλις ακούει την ανακοίνωση μου.
«αποκλείεται. Έλα, μου κάνεις πλάκα τώρα, έτσι;»
Πετάει, αφήνοντας ένα δύσπιστο γελάκι. Συνεχίζω να την κοιτάζω, εντελώς ανέκφραστη.
«δεν το πιστεύω. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; ποιος ήταν ο σκοπός του; να δει αν του είσαι πιστή;»
«δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω»
«ε τότε μάθε!»
Με παροτρύνει, δίνοντας μου την πιο απλή και λογική απάντηση.
«φοβάμαι Μελίτα. Ο Μάρκος αποδεικνύεται επικίνδυνος ξαφνικά»
«ωραία, και ο Ορέστης μπορεί να σου δώσει τις απαντήσεις που ζητάς»
Αντιγυρίζει, δείχνοντας ξαφνικά θυμωμένη. Θεέ μου, πως φτάσαμε μέχρι εδώ; γιατί σε μένα; Τρίβω με απελπισία το πρόσωπο μου.
«έχεις δίκιο. Πρέπει να μιλήσω σε έναν από τους δύο»
Θέλω απαντήσεις, θέλω να μάθω όλη την αλήθεια για αυτό το αρρωστημένο παιχνίδι που έγινε πίσω από την πλάτη μου. Αν μάθω ότι όλο αυτό ήταν σκόπιμο... γαμώτο, θα τους διαλύσω και τους δύο, και δεν αστειεύομαι πάνω σε αυτό.
«νόμιζα πως ήξερα τον άντρα μου, νόμιζα ότι με αγαπούσε, για αυτό είχε και αυτά τα ξεσπάσματα με τη ζήλια του. Όμως τελικά...»
Κάνω παύση, υψώνοντας αργά το βλέμμα μου στο πρόσωπο της αδερφής μου.
«αποδείχτηκε πως ήταν ο μεγαλύτερος προδότης που θα μπορούσα να γνωρίσω»
Ήμουν τόσο ανόητη λοιπόν που δεν κατάλαβα το σατανικό τους σχέδιο; τόσο πωρωμένη με την ιδέα ότι κάποιος με φλέρταρε;
«μη βιάζεσαι να μοιράσεις κατηγορίες. Πρέπει πρώτα να μάθουμε όλη την ιστορία από την αρχή, και μετά μπορείς να καταδικάσεις όσους θες»
Πρώτη φορά ακούω την αδερφή μου να μιλάει τόσο λογικά. Τραγική ειρωνεία. Αφήνω ένα δύσπιστο γελάκι.
«δεν μπορώ να το χωνέψω»
Ψελλίζω, πριν κρύψω το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες μου. Η Μελίτα με τραβάει μαλακά στην αγκαλιά της.
«μην λυγίζεις ρε χαζό. Σημασία έχει ότι το ανακάλυψες εγκαίρως. Φαντάζεσαι να είχαμε άλλα;»
«ε και τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί ρε Μελίτα; τι πιο χειρότερο από αυτό;»
Ξεσπάω, αφήνοντας επιτέλους τον εαυτό μου ελεύθερο να κλάψει.
«έλα, ηρέμησε, χρειάζεσαι καθαρό μυαλό για την συνέχεια»
Σωστά, έχει δίκιο. Αύριο το πρωί έχω να κάνω μια ανάκριση σε κάποιον.

Υπό στενή παρακολούθησηWhere stories live. Discover now