Αλισάχνη

289 27 8
                                    

Αλισάχνη <μεσαιωνικό αλισάχνη <αρχαίο ελληνικό αλοσάχνη< αρχαία Ελληνική φράση άλος άχνη (= ο αφρός της θάλασσας)< αλς (=θάλασσα) + άχνη (=αφρός): λεπτή κρούστα αλατιού που προκύπτει μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού.

ΑλισάχνηWhere stories live. Discover now