Κεφάλαιο 3:Στη κούπα μου παλιό κρασί κι εσύ καινούργιος πόνος

188 20 23
                                    

Ο Χιούγκο Φόλκνερ ποτέ δεν είχε ζηλέψει τόσο πολύ ποτέ ξανά στη ζωή του. Δεν είχε παραστεί και ποτέ η ανάγκη άλλωστε. Σε όλα ήταν πρώτος, από τη Χιτλερική Νεολαία είχε αποφοιτήσει με άριστα, από τα παιδιά στο σχολείο του ήταν από τους πρώτους που δέχτηκε το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, στις γυναίκες πάντα πρώτος. Ακόμα, ήταν ο πρωτότοκος, μοναδικός γιος της οικογένειας Φόλκνερ, επομένως και ο μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας που είχε αφήσει ο εκλιπών πατέρας του πίσω. Η μητέρα του μετά τον θάνατο του συζύγου της είχε επιστρέψει στο Μόναχο, δίχως να θέλει καμία ανάμειξη με το μοναχοπαίδι της και με τη περιουσία, αφήνοντας τον Χιούγκο μόνο του σε ένα σπίτι τεράστιο.

Δεν την αδικούσε βέβαια τη μητέρα του έτσι όπως τον είχε καταντήσει το καθεστώς τους. Έπρεπε να κάνει το καθήκον του, όμως ήταν λάθος να το βάλει πάνω από την οικογένεια του και αυτό το είχε μετανιώσει από τη στιγμή που η μητέρα του για να τον αποχαιρετήσει του είχε αφήσει ένα γράμμα. Ο ίδιος δεν την είχε αναζητήσει τότε και αυτό είναι κάτι που μετάνιωνε ακόμα περισσότερο. Το μόνο που του είχε απομείνει πια από την οικογένεια του, ήταν η ασημένια ταμπακιέρα και ο αναπτήρας του πατέρα του που κουβαλούσε πάντα μαζί του, βαραίνοντας την εσωτερική τσέπη του σακακιού του για να του θυμίζουν το σφάλμα του και οι παιδικές του αναμνήσεις, όπως και η κραυγή της μάνας του να τον αποκαλεί τέρας. Πολλές φορές ξυπνούσε από τον ύπνο του ιδρωμένος εξαιτίας αυτής της φωνής, που δεν τον άφηνε σε ησυχία ούτε στα όνειρά του.

Οι δαίμονες σεργιανούσαν στο κεφάλι του και ένιωθε πως κάθε συναίσθημα μέσα του είχε στραγγίξει. Μέχρι που την είδε. Ήταν όμορφη μέσα στο αραχνοΰφαντο φουστάνι της, φάνταζε σαν νύμφη έτσι όπως στεκόταν επάνω στον βράχο ατενίζοντας την απέραντη θάλασσα. Η εικόνα αυτή έκανε τους παλμούς του να αυξηθούν, πόσο μάλλον όταν τη συνάντησε από κοντά. Τα μάτια της ήταν φλογέρα και μεγάλα, και όταν τον κοίταξε αγέρωχη, ένιωσε το σώμα του να ιδρώνει, όπως όταν είχε πυρετό. Το βλέμμα της τον έκαιγε πέρα από το δέρμα του, στην καρδιά του και η περιφρόνηση της, τον ξάφνιασε. Καμία γυναίκα μέχρι στιγμής δεν τον είχε αρνηθεί, καμία δεν του είχε κεντρίσει τόσο το μυαλό με έξυπνες απαντήσεις. Πάντα είχε οποία γυναίκα ήθελε, όμως γρήγορα τα συναισθήματά του ξεθώριαζαν, ο έρωτας τέλειωνε και κατέληγε να ψάχνει αλλού για ζεστασιά. Αυτός ήταν και ο λογος που ο νεαρός Λοχαγός παρέμενε ανύπαντρος. Είχε αγγίξει αρκετά σώματα, όμως κανένα από αυτά δεν του επέτρεψαν να αγγίξει το μυαλό τους. Για τον Χιούγκο ο έρωτας ήταν ένα συναίσθημα με ημερομηνία λήξης, καμία σχέση με αυτά που ανέφεραν τα ρομαντικά μυθιστορήματα.

ΑλισάχνηOnde as histórias ganham vida. Descobre agora