Κεφάλαιο 12

145 25 30
                                    

Ο Πατέρας Μαρκ καθότανε σε ένα από τα δύο «κουτιά» του εξομολογητηρίου. Το ξύλινο, πυκνά σκαλισμένο παράθυρο που χώριζε το εξομολογητήριο σε δύο επιμέρους «κουτιά» επέτρεπε στον ιερέα να έχει μία ελάχιστη οπτική επαφή με τους μετανοούμενους.

Ήταν μόνος. Περίμενε τον επόμενο πιστό που θα στρεφόταν σε εκείνον για να εξομολογήσει τις αμαρτίες του, όσο μεγάλες ή μικρές ήταν αυτές. Όσο αδύνατο και αν φαινόταν να συγχωρεθούν από έναν από αμνό του Κυρίου και όχι από τον ίδιο τον Κύριο.

Ο Πατέρας αισθάνθηκε το «κουτί» να γεμίζει από μία ακόμα παρουσία. Δεν επιδίωξε να στραφεί προς τον πιστό, παρά έμεινε να κοιτάζει τα μπλεγμένα δάχτυλά του.

«Bénissez-moi, mon Père, que j' ai péché».

Η αναπνοή του Πατέρα Μαρκ κόπηκε. Εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό του κι έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Η φωνή εκείνη είχε χρόνια ολόκληρα να ηχήσει στα αυτιά του, μα όσες φωνές γεμάτες αμαρτία και πόνο κι αν ξέμπλεξαν το κουβάρι των αληθειών τους σ' εκείνον, καμία δε θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη φωνή ενός φοβισμένου κοριτσιού, μόνου και ζοφερά χαμένου μέσα στην πίστη του. Ακόμα κι αν ο ίδιος διδάσκει πως η πίστη μάς δείχνει το μονοπάτι της ζωής που πρέπει να ακολουθήσουμε, η φωνή εκείνη η τόσο παγωμένη έμοιαζε με την πίστη της να χάνει το μονοπάτι της και όχι να το βρίσκει. Ναι... θα την αναγνώριζε παντού.

«Ma fille...» αναστέναξε στην κοινή τους γλώσσα και βγήκε ταυτόχρονα μ' εκείνη από το εξομολογητήριο.

Η Φιορέλα τον αντίκρυσε και τα τριάντα δύο χρόνια που μεσολάβησαν την κάρφωσαν με δύναμη στην πλάτη, σα να φύτρωναν πάνω της κόκκινα φτερά, να ξέσκιζαν τη σάρκα της και να έφτυναν το κρέας. Φτερά βαμμένα με δικό της αίμα και όσων πάλεψαν να τα αποκτήσουν και δεν πρόλαβαν. Φτερά που δεν ελευθερώνουν μα δεσμεύουν σαν αλυσίδες στους αστραγάλους και στους καρπούς, περασμένες γύρω από τον λαιμό.

Περπάτησε αργά και μόλις στάθηκε μπροστά του έπεσε με δύναμη στα γόνατα σκύβοντας το κεφάλι γεμάτη σεβασμό και θλίψη. Έφερε τα χέρια της στις δύο άκρες του μαύρου φουλαριού της και τις τράβηξε αργά. Το ύφασμα ξετυλίχθηκε και ο μακρύς, λευκός λαιμός της φανερώθηκε κάτω από το ανήσυχο βλέμμα του Πατέρα Μαρκ. Άγγιξε το κεφάλι της με την παλάμη του και η Φιορέλα αισθάνθηκε τα δάκρυα να τρέχουν πάνω στα κρύα μάγουλά της δίχως να μπορεί να τα ελέγξει.

«Σήκω παιδί μου... μη χύνεις δάκρυα, μα χαμογέλασέ μου. Ο Κύριος σε έφερε σε μένα για καλό μονάχα».

Σκούρο ΓκριWhere stories live. Discover now