Τα ήσυχα βράδια

16 5 6
                                    

Υπάρχουν νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάποια βράδια κλείνουν οι τοίχοι στο δωμάτιό μου, σαν να προσπαθούν να με καταπιούν στην άβυσσο του σκοταδιού που περικλύει την λάμπα του γραφείου μου. Τέτοια βράδια δεν μπορώ να ανοίξω τον υπολογιστή μου να ακούσω μουσική, δεν μπορώ να διαβάσω. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τυλιχτώ κάτω από το πάπλωμά μου και να αφήσω την μοναξιά μου να με πνίξει μέχρι να με πάρει ο ύπνος κάπου στις πρώτες ώρες της επόμενης ημέρας. 

Κοίταξα το ρολόι που καθότανε πάνω στο κομοδίνο μου. Έντεκα και σαραντατέσσερα. Δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να βυθιστεί στο κρεβάτι μου, όχι ακόμα. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και άρπαξα το μπουφάν που ήταν κρεμασμένο από  την κρεμάστρα πίσω από την πόρτα και τράβηξα προσεκτικά την μπαλκονόπορτά μου.

Βρισκόμαστε στον πρώτο όροφο, και από κάτω υπάρχει διαμέρισμα στο ημιώροφο της πολυκατοικίας, οπότε η πιθανότητα να μπορώ να πηδήξω, πόσο μάλλον να ξανανέβω πέντε μέτρα ύψος είναι αδύνατη. Όμως, καθώς ανακάλυψα όταν μπήκα στο λύκειο και ήθελα να πηγαινοέρχομαι απαρατήρητος από τις κάμερες ασφαλείας που λεγόταν γιαγιά, εάν έπεφτα στο μπαλκόνι του ημιώροφου της διπλανής οικοδομής και έπειτα στηριζόμουν στο κουτί του αερίου τους μπορούσα να κατέβω και να ανέβω χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. 

Τράβηξα την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου ώστε να κλείσει σχεδόν τελείως και κατέβηκα κάτω. Εννοείται πως πάντοτε πρόσεχα να μην έπεφτα στο μπαλκόνι των διπλανών, στηριζόμουν πάνω στα γωνιακά κάγκελα, για να μην γίνω αντιληπτός. Βέβαια, αυτό το τελετουργικό δεν μπορούσε να λειτουργήσει μετά τα πέντε ποτά, όπως και είχα διαπιστώσει το προηγούμενο καλοκαίρι, που κουτούλησα πάνω στα κάγκελά τους προσπαθώντας να ανέβω πάνω με αποτέλεσμα να βρεθώ ανάσκελα μέσα στο μπαλκόνι τους. Ευτυχώς ήταν μέσα Ιουλίου και δόξα τον Θεό υπάρχει η Χαλκιδική. Κατέβηκα στο κουτί και πάτησα στο πεζοδρόμιο. Έστριψα και προχώρησα προς το πάρκο. Δεν νομίζω ότι έχω μιλήσει καθόλου για την γειτονιά μου. Δεν ξέρω τι μπορώ να πω για αυτήν. Δεν είναι τέλεια, βασικά είναι το άκρος αντίθετο. 

Τα στενά είναι γεμάτα με παρκαρισμένα, δύο πλακάκια για πεζοδρόμιο δεξιά και αριστερά, ήδη γνωρίζεις ότι θα περπατήσεις στον δρόμο ή θα κάνεις ακροβατικά ανάμεσα στις κολώνες και στα σπασμένα πλακάκια που κρύβουν από κάτω τους νερόλακκους, έτοιμους να κάνουν το παντελόνι σου καφέ εάν ξεχαστείς και τους πατήσεις. Κανένας δρόμος στην Καλαμαριά δεν πηγαίνει ευθεία, ανάθεμα να υπάρχουν τρεις δρόμοι παράλληλοι μεταξύ τους σε όλη την περιοχή. Τα δέντρα είναι λιγοστά και τα παλιά προσφυγικά σπιτάκια, με τις ανθισμένες τους αυλές, τα παγκάκια και παρτέρια τους όσο περνάνε τα χρόνια λιγοστεύουν, αφού σαν να τα κλέβουν από τις ζωές μας, δίνονται για αντιπαροχή σε όποιον εργολάβο τα αρπάξει πρώτος για να χτίσει άψυχες νεόδμητες οικοδομές, τόσο ψηλές που κρύβουν πλέον τον ήλιο από τον δρόμο.

ΠρούσαDär berättelser lever. Upptäck nu