Εισαγωγή

622 82 49
                                    

            Ο άνδρας σηκώθηκε από την πολυθρόνα και άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. Πώς στο καλό μπλέχτηκαν έτσι τα πράγματα; Και, άντε, μπλέχτηκαν, πώς στο καλό θα κατάφερνε να τα ξεμπλέξει; Γιατί, το ότι έπρεπε να βρει μια λύση, ήταν το μόνο σίγουρο, πιο σίγουρο κι από το ότι ο ήλιος θα έδυε εκείνο το απόγευμα. Και όχι μια οποιαδήποτε λύση. Έπρεπε να βρει την καλύτερη, όπως έκανε πάντα. Έπρεπε να σκεφτεί, να στύψει το μυαλό του, να μπορέσει να δώσει το τέλος που αρμόζει.

«Σκέψου», έλεγε στον εαυτό του επιτακτικά. «Σκέψου, που να σε πάρει! Δεν γίνεται να μην υπάρχει τρόπος να βγω από το αδιέξοδο;! Σκέψου!». Βγάζοντας από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα και ξεφύσησε ανυπόμονα τον καπνό.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο και η θέα του σπιτιού έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Τίποτα πια δεν τον έδενε εκεί. Τίποτα και κανένας. Έπρεπε να φύγει, να εξαφανιστεί. Το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα, αναζητώντας την καλύτερη δυνατή λύση, που θα ήταν ταυτόχρονα και η λύτρωσή του. Από την αρχή ήξερε ότι όλο αυτό δεν θα έβγαινε σε καλό. Το 'χε πει στον εαυτό του πάμπολλες φορές, το έβλεπε το κακό να 'ρχεται. Όμως, δεν έκανε πίσω, δεν το σταμάτησε. Μπορούσε; Δεν ήταν διόλου σίγουρος γι' αυτό. Το διαισθανόταν και να τώρα, που είχε επιβεβαιωθεί με τον χειρότερο τρόπο, τον πιο τραγικό. Αυτόν τον τελεσίδικο τρόπο, τον χωρίς επιστροφή. Γιατί γυρισμός πια δεν υπήρχε. Τίποτα δεν μπορούσε να ξαναγίνει όπως πριν. Τίποτα.

Έβαλε το χέρι στο στήθος του. Ένιωσε τον πόνο δυνατό, σα να του τρυπούσε την καρδιά. Η ίδια εικόνα έπαιζε ξανά και ξανά. Δεν την άντεχε άλλο. Κούνησε το χέρι του μπροστά από τα μάτια του, σα να προσπαθούσε να την σβήσει. Μάταια. Αυτή η εικόνα είχε ήδη χαραχτεί στην ψυχή του και, ό,τι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να την σβήσει. Τον καταδίωκε, τον στοίχειωνε... Μπορούσε, άραγε, να ξεχάσει; Ήταν δυνατός, πολύ δυνατός για την ακρίβεια, το είχε αποδείξει, άλλωστε, πολλές φορές. Εκείνη τη μέρα, όμως, έμοιαζε ανίσχυρος. Μόλις έσκασε η είδηση που τους συνετάραξε όλους, εκείνος κατέρρευσε. Ακόμα και τότε, όμως, εκείνος ήταν ο τελευταίος που είχε δικαίωμα να καταρρεύσει. Υπήρχαν τόσοι άλλοι που έπρεπε να στηρίξει... Έπρεπε να φανεί για ακόμα μία φορά δυνατός, γι' αυτούς. Τι κι αν μέσα του ούρλιαζε, έκλαιγε... Έπρεπε ο πόνος να μείνει μέσα του. Όπως μέσα του έμειναν κι όλα τ' άλλα, όσα δεν πρόλαβε να πει, όσα δεν πρόλαβε να ζήσει. Και τώρα έπρεπε να βρει τη λύση. Πάλι εκείνος, πάντα εκείνος. Έπρεπε να ξαναβρεί τη δύναμή του, το κουράγιο του. Δεν του ταίριαζε ο ρόλος του ηττημένου, του δειλού. Θα έκανε αυτό που έπρεπε κι ας πήγαιναν στο διάολο όλα. Αρκετά περίμενε, αρκετά ανέχτηκε, τέρμα.

Έφυγε από το παράθυρο. Η θέα τον πλήγωνε και τον αποσυντόνιζε. Κι αυτός έπρεπε να είναι συγκεντρωμένος στο στόχο του. Άναψε και δεύτερο τσιγάρο κι εκεί, ανάμεσα στον καπνό, η εικόνα έγινε πιο δυνατή, έγχρωμη, τρισδιάστατη. Και η νεκρή φιγούρα τον καλούσε. Ξάφνου, ο πόνος στην καρδιά έγινε αβάσταχτος κι έκατσε πάλι πίσω στην πολυθρόνα του αποκαμωμένος. Δεν άντεχε να πάρει το βλέμμα του από αυτή τη φιγούρα, σα να τον μαγνήτιζε. Εξακολούθησε να την κοιτάει και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Δάκρυα ασταμάτητα, για όσα δεν είπε, για όσα δεν έζησε, για όσα δεν μπορούσε να φέρει πίσω. Τα δάκρυα θόλωσαν την εικόνα. Έκλεισε τα μάτια του για να μην την δει να χάνεται. Όταν τα άνοιξε ξανά είχε φύγει. Μόνο η κάνη του όπλου που τον σημάδευε βρισκόταν μπροστά του. 

 

Oops! Questa immagine non segue le nostre linee guida sui contenuti. Per continuare la pubblicazione, provare a rimuoverlo o caricare un altro.
Το σπίτι της δασκάλαςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora