Κεφάλαιο 1

640 82 94
                                    

...μια πρώτη επαφή...

«Αγάπη μου, είναι καταπληκτικό! Θα πρέπει, οπωσδήποτε, να το συμπεριλάβουμε στην Έκθεση!».

«Δεν ξέρω... Μου φαίνεται κάπως απλοϊκό, παιδικό, θα έλεγα...».

«Ανοησίες! Θα μπει στα σίγουρα. Εξάλλου, εγώ είμαι η μάνατζερ σου, εγώ θα αποφασίσω».

Η ώριμη γυναίκα τίναξε γελώντας με αυτοπεποίθηση το κεφάλι της. Τα μεγάλα καφέ μάτια της, στο χρώμα της βρεγμένης γης, έλαμπαν καθώς κοιτούσε την κοπέλα απέναντί της. Μπορεί να πλησίαζε με ταχύτητα τα εβδομήντα, όμως, παρέμενε μια δυναμική, έντονη και ισχυρή προσωπικότητα, έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να καβαλήσει το μαύρο της άλογο και να ξεχυθεί στα βάθη και του πιο σκοτεινού δάσους. Ναι, η Κλαίρη Αποστόλου ήταν μια Αμαζόνα. Χωρίς, βέβαια, τα δερμάτινα αξεσουάρ και το τόξο της ομώνυμης τηλεοπτικής πρωταγωνίστριας. Εκείνη δεν τα χρειαζόταν. Τα όπλα της ήταν το, μονίμως, πλατύ χαμόγελό της και η αισιοδοξία της, που δεν την εγκατέλειψαν ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής της. Και είχε περάσει πολλές τέτοιες.

«Κλαίρη μου, φοβάμαι, πως μόνο εσύ τα βλέπεις ωραία αυτά που φτιάχνω... Θα μας πάρουν με τις πέτρες, αν τολμήσουμε να τα εκθέσουμε».

Η νεότερη γυναίκα την κοιτούσε ήρεμα, με μια αδιόρατη απογοήτευση να σκιάζει τα γαλαζοπράσινα μάτια της, που έπαιρναν όλη τη γκάμα των αποχρώσεων του πράσινου και του μπλε, ανάλογα με το περιβάλλον ή τη διάθεσή της. Σήμερα η διάθεσή της τα έκανε να δείχνουν πιο σκούρα πράσινα, σαν τα κυπαρίσσια, στα δάση που δέσποζε η Κλαίρη. Το βλέμμα της, έντονο, διεισδυτικό και συνάμα γλυκό και τρυφερό, που αγκάλιαζε με ζεστασιά ότι άγγιζε. Όταν, όμως, παρατηρούσες περισσότερο, δεν μπορούσες να μην δεις τη μόνιμη θλίψη και τον φόβο που κατοικούσαν μέσα τους. Λίγο πάνω από τα τριάντα πέντε, λίγο κάτω από τα σαράντα, η Κατερίνα Παπαδάκη, μετρούσε σχεδόν τα μισά χρόνια της φίλης της. Μισή, όμως και η αυτοπεποίθηση, μισή και η αισιοδοξία. Δεν πλησίαζε ούτε στο ελάχιστο τη ζωντάνια και το ταπεραμέντο της ηλικιωμένης γυναίκας. Τη θαύμαζε γι' αυτή της την ενέργεια, τη ζήλευε, την είχε πρότυπο και πολύ θα ήθελε να της έμοιαζε έστω και λίγο.

«Χρυσό μου, τα έργα σου είναι θαυμάσια και είμαι απολύτως σίγουρη ότι θα κάνουν ουρά έξω από την γκαλερί για να τα θαυμάσουν και, εννοείται, για να τα αγοράσουν», προσπάθησε να την πείσει η Κλαίρη.

Η Κατερίνα αναστέναξε. Ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλει από το μυαλό της Κλαίρης την ιδέα της έκθεσης. Ωστόσο, και για την ίδια ήταν όνειρο ζωής, να μπορέσει να εκθέσει τα έργα της και, μάλιστα, σε μια τόσο γνωστή κι αναγνωρισμένη γκαλερί, όπως η "JW Art Gallery", της οποίας η ιδιοκτήτρια βρισκόταν εκείνη τη στιγμή απέναντί της. Ένα όνειρο, σαν εκείνα που κάνει κάποιος με τα μάτια ανοιχτά μια βραδιά καλοκαιριού, ξαπλωμένος στη ζεστή άμμο, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Αυτό ονειρευόταν απ' όταν ήταν μικρό παιδί, με αυτό το όνειρο κοιμόταν και ξυπνούσε, το ίδιο όνειρο ακολούθησε όταν έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών και το ίδιο αυτό όνειρο, δύο μόλις χρόνια μετά την εισαγωγή της, είδε να γκρεμοτσακίζεται στα βράχια της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας, που χτύπησε αδυσώπητα την πόρτα της ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Βρέθηκε μόνη, απογοητευμένη, πληγωμένη και πολύ φοβισμένη κι από τότε το όνειρο την ακολουθούσε σαν εφιάλτης.

Το σπίτι της δασκάλαςWhere stories live. Discover now