Κεφάλαιο 58: Ωρίων (Μέρος Α)

36 9 52
                                    


Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμα και ο Ωρίωνας ήταν πλέον πέντε χρονών. Ο Βερύκιος του έδινε ελάχιστη σημασία, το μίσος του για εκείνον δεν είχε καταλαγιάσει και του μιλούσε αναγκαστικά και τυπικά, και σίγουρα όχι με τον τρόπο που μιλάει κανείς σε ένα πεντάχρονο παιδί. Ο μικρός ήταν πολύ μοναχικός και κλειστός στον εαυτό του, καθόλου κοινωνικός, μιλούσε ελάχιστα, του άρεσε μόνο να στέκει σε μιαν άκρη και να παρατηρεί τους γύρω του και τη φύση αμίλητος, ή να χαζεύει με τις ώρες τα αστέρια τη νύχτα. Δαιμόνιο δεν του είχε εμφανιστεί ακόμα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να τον κοροϊδεύουν άλλα ξωτικά της ηλικίας του, και σε συνδυασμό με την αντικοινωνικότητα του γινόταν πολύ συχνά αντικείμενο πειραγμάτων. Ώσπου μια μέρα, εκεί που ο Ωρίωνας καθόταν πλάι σε ένα ρυάκι και παρατηρούσε τα πουλιά και τα έντομα, μια πύλη άνοιξε δίπλα του και παρουσιάστηκε σ' αυτόν ένα κοράκι, με μάτια πράσινα σαν και τα δικά του. Για λίγο ο μικρός τρόμαξε και σύρθηκε προς τα πίσω έτσι όπως ήταν καθιστός, όμως έπειτα είδε το γαλήνιο βλέμμα του κορακιού κι ένιωσε ένα συναίσθημα που ποτέ πριν στη σύντομη ζωή του δεν είχε νιώσει: ασφάλεια. Ένιωσε επίσης μια σύνδεση με εκείνο το κοράκι, σαν να ήταν κομμάτι της ψυχής του.

Τέντωσε αμέσως το χέρι του για να το αγγίξει, κι εκείνο έγειρε το κεφάλι του για να τον αφήσει να χαϊδέψει τα απαλά του πούπουλα.

Τότε το κοράκι του μίλησε μέσω της σκέψης:

«Γεια σου, Ωρίωνα. Εγώ είμαι ο Βαρόνος, το δαιμόνιο σου. Σου ζητώ συγνώμη που άργησα να εμφανιστώ, όμως βλέπεις είχα χάσει το δρόμο μου.» Το μικρό ξωτικό χαμογέλασε με αγαλλίαση. Επιτέλους, θα είχε κι εκείνος ένα δικό του δαιμόνιο. Τώρα ίσως να μην τον κορόιδευαν τα άλλα παιδιά.

«Καλώς ήλθες, Βαρόνε. Δεν με πειράζει που άργησες. Εξάλλου, κι εγώ ένιωθα σαν να είχα χάσει το δρόμο μου, σαν να μην είχα σκοπό σε αυτή τη ζωή. Όμως τώρα θα είμαστε μαζί για πάντα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, έτσι είναι, αφέντη μου. Δεν θα σε αφήσω ποτέ.» είπε ο Βαρόνος και πέταξε στον ώμο του αγοριού. Ο Ωρίωνας χαρούμενος πήγε να δείξει το δαιμόνιο του σε όλους.

Ο μπαμπάς του δεν φάνηκε να χαίρεται και τόσο με το συγκεκριμένο δαιμόνιο.

«Ένα κοράκι, Ωρίωνα, σοβαρά; Το δαιμόνιο σου είναι ένα κοράκι; Το κοράκι είναι σύμβολο θανάτου και κακών οιωνών, το οποίο ελάχιστα ξωτικά ανά τους αιώνες είχαν- και δεν είχαν καθόλου καλή κατάληξη. Ο θάνατος τους ακολουθούσε παντού, όπως ακολουθεί εσένα ήδη από τη γέννηση σου αφού σκότωσες τη μητέρα σου! Φύγε από μπροστά μου!» του φώναξε, και ο μικρός δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί θεωρούσε τον Βαρόνο κακό... Αφού ήταν τόσο φιλικό και ευγενικό πλάσμα... Είχε συνηθίσει να του λέει ότι αυτός έφταιγε που πέθανε η μαμά του στη γέννηση του, όμως το να μιλάει έτσι για τον μοναδικό φίλο που είχε, τον πονούσε περισσότερο.

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Where stories live. Discover now