Κεφάλαιο 61: Σκοτάδι και Πόνος

47 9 46
                                    

Η ώρα περνούσε στο ήσυχο και έρημο στενό που βρίσκονταν οι τρεις φίλοι. Ήχοι από μάχες ακούγονταν μόνο από μακριά. Ο Γιάννης ολοένα και πάγωνε και η Φωτεινή είχε ανάψει μια εστία φωτιάς δίπλα τους για να τον κρατήσει ζεστό χωρίς όμως αποτέλεσμα, και τον είχε σκεπάσει επίσης με την κάπα της στολής της. Πού και που τον έπιαναν ρίγη και έτρεμε λες και είχε πυρετό, ενώ τα χείλη του είχαν μελανιάσει και το χέρι του το οποίο κρατούσε ο Ηρακλής ήταν ακόμα πιο κρύο από πριν.

«Δεν πάει άλλο... Κανένας δεν πρόκειται να μας βρει εδώ. Θα πάω να βρω εγώ βοήθεια.» είπε αποφασισμένος ο Ηρακλής στη Φωτεινή. «Εσύ μείνε μαζί του.»

«Όχι... Στάσου.» είπε ο Γιάννης και του έσφιξε το χέρι. Απορούσε που έβρισκε τη δύναμη να το κάνει.

«Θέλω να σου εξομολογηθώ κάποια πράγματα, καλέ μου φίλε... Αν είναι να πεθάνω, θέλω να βγάλω από μέσα μου όσα με έπνιγαν.» είπε και τον κοίταξε ικετευτικά.

«Δεν θα πεθάνεις. Μην το λες αυτό. Δεν θα σε αφήσω.»

«Άκουσε με...» Ανέπνευσε με δυσκολία για λίγο και συνέχισε: «Θυμάσαι τότε που... σας είπα ότι έπεσα από τις σκάλες και έσπασα το χέρι μου; Δεν ήταν αλήθεια... Ο πατέρας μου με έσπρωξε...» Τα μάτια του Ηρακλή τον κοίταξαν διάπλατα ανοιχτά από το σοκ και της Φωτεινής το ίδιο.

«Τι...;»

«Ήταν η μέρα που... είχατε έρθει για φαγητό και μίλησε άσχημα και αδιάκριτα στην Ιφιγένεια... Τσακωθήκαμε εκείνη τη μέρα και πάνω στα νεύρα του με έσπρωξε... Με απείλησε να μην πω τίποτα σε κανέναν... Είπε πως θα με χτυπούσε επίτηδες αυτή τη φορά... Όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, όταν έκανα κάτι λάθος στις προπονήσεις μας ή προσπαθούσα να του εναντιωθώ... Με κακοποιούσε σωματικά και ψυχολογικά συνέχεια... Με πίεζε και με έφτανε στα όρια μου, δήθεν για να με σκληραγωγήσει. Πολλές φορές με κλείδωνε στην αποθήκη για ώρες, χωρίς φαγητό και νερό... μου έπαιρνε και το κινητό... κι εγώ έβρισκα διάφορες δικαιολογίες να πω σε εσένα και στον Ιάσονα που εξαφανιζόμουν... Η μητέρα μου... δεν μιλούσε, ούτε με υπερασπιζόταν ποτέ... τον φοβόταν, φοβόταν πως θα χτυπούσε και εκείνη αν το έκανε. Και δεν είχε και άδικο... Και εγώ φοβόμουν να μιλήσω σε εσάς και στον οποιονδήποτε.»

Ο Ηρακλής τον κοιτούσε τώρα δακρυσμένος.

«Συγνώμη που δεν είχαμε καταλάβει τίποτα, φίλε μου... Πόσο ηλίθιος ήμουν...» είπε, και όντως ένιωθε πολύ άσχημα που δεν είχε καταλάβει τι περνούσε ο φίλος τους στο σπίτι. Ο πατέρας του όντως ήταν ένα κάθαρμα, τελικά.

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Where stories live. Discover now