Οι ειδήσεις όλη μέρα έπαιζαν τη δολοφονία του Ζορζ.
« Περίμενε τη δίκη του αλλά η μοίρα είχε ήδη φροντίσει για αυτόν», διαλαλούσαν οι δημοσιογράφοι. Το θέμα μόλις είχε βγει στη δημοσιότητα. Ιδιοκτήτης νυχτερινού μαγαζιού, μπλεγμένος σε κύκλωμα διακίνησης όπλων, ναρκωτικών, πορνείας, προώθησης ανηλίκων  και παιδεραστίας. Έδειχναν παντού το πρόσωπό του. Είχε συγκλονιστεί τώρα όλο το πανελλήνιο.
Τα τηλέφωνα της Τόνιας είχαν πάρει φωτιά. Δημοσιογράφοι την καλούσαν, δικηγόροι, άνθρωποι της αστυνομίας, ψυχίατροι για εκείνη και ψυχολόγοι από το κράτος για το παιδί. Μέσα σε όλα αυτά τα τηλεφωνήματα ήταν επίσης γνωστοί, φίλοι, οικογένεια… Τα απενεργοποίησε όλα για να μην ακούει τίποτα. Βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Έπρεπε να παλέψει για το παιδί της. Έπρεπε να τον προστατεύσει από τα κοράκια και το βωμό της τηλεθέασης. Τώρα που ήξερε, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να απαλύνει τις πληγές του μικρού, να του σταθεί, να το περάσουν μαζί… να τον γιατρέψει.
Έξω από το σπίτι τους μια λαοθάλασσα, κοσμοσυρροή και εκείνοι αγκαλιασμένοι στο κέντρο του σαλονιού στο πάτωμα με κλειστή τηλεόραση και «κατεβασμένα» τηλέφωνα. Είχαν κλείσει και τις κουρτίνες.
Ο Ζορζ ήταν νεκρός. Τον σκότωσαν συγκρατούμενοι. Δεν περίμεναν καν το αποτέλεσμα της δίκης.  Στα κανάλια είχε βγει η φήμη ότι συγκρατούμενος γνώριζε για την επικοινωνία του Ζορζ με δικηγόρο, ο οποίος του είχε εξασφαλίσει ότι θα βγει έξω με αναστολή. Δεν άργησε να κυκλοφορήσει το νέο. Βρέθηκε το πρωί σφαγμένος, κατακρεουργημένος με 23 μαχαιριές σε όλο το σώμα. Λένε δε πως ήταν συμβολικό το νούμερο καθώς τελικά κατηγορήθηκε ότι είχε βιάσει και προωθήσει στο σύνολο 23 αθώες παιδικές ψυχές.
Η Εύα πληροφορήθηκε αργά το βράδυ για το συμβάν. Στο άκουσμα και μόνο ένιωσε ανακούφιση. Σίγουρα δεν ήταν εγκληματίας η Εύα, ούτε πίστευε πως με αυτό τον τρόπο λύνονται τα προβλήματα των ανθρώπων. Άλλωστε γι’ αυτό και είχε επιλέξει το δρόμο της Νομικής, της δικαιοσύνης. Δεν μπορούσε όμως να στενοχωρηθεί. Το σφίξιμο στο στομάχι της από τα αποτρόπαια εγκλήματα ήταν τόσο μεγάλο που έκανε την ανακούφισή της μεγαλύτερη κι ας είχε γίνει φόνος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα τέρας, όπως και ο πατέρας της και τόσοι άλλοι… Πίστευε κατά βάθος ότι δεν διορθώνεις ένα έγκλημα διαπράττοντας ένα άλλο, παρ’ αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση ένιωθε να δικαιώνεται.
Ο θάνατος του Ζορζ ήταν ένα καμπανάκι. Σήμερα κιόλας έπρεπε να μάθει και για τους υπόλοιπους για τους οποίους υπήρχαν στοιχεία, ανάμεσα σε αυτούς και ο πατέρας της. Ποια ήταν η έκβαση; Υπήρχαν κι άλλα νέα που δεν έλεγαν στις ειδήσεις; Δυστυχώς είχε απορροφηθεί με τη δουλειά, παράλληλα έτρεχε και η πτυχιακή της εργασία, προσπαθούσε να διαβάζει, να βγάλει άκρη με το κρυφό μέλος της στοάς που εμπλέκεται σίγουρα σε όλα αυτά και φυσικά την είχε συνεπάρει ο έρωτας που ζούσε πλέον «ανοιχτά» με την Κάτια.
Ήταν επιτακτική ανάγκη να σκεφτεί τη λύση του γρίφου. Τα περιθώρια στένευαν. Ο φόνος του Ζορζ από τη μία προμήνυε κι άλλες αποκαλύψεις, από την άλλη ήξερε πια με βεβαιότητα ότι την παρακολουθούν, ωστόσο έπρεπε να φτάσει στο τελευταίο κομμάτι του παζλ. Αν αποκαλυπτόταν η σκευωρία εντός της Στοάς, αν ο πατέρας της φυλακιζόταν και μαζί του όλοι οι θύτες και αν έφευγε από το μαγαζί, θα μπορούσε να λυτρωθεί, να ζήσει, χωρίς να κρύβεται, χωρίς να υποδύεται ρόλους, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ανέχεται στο πετσί της οτιδήποτε και οποιονδήποτε την ενοχλεί. Θα ήταν ελεύθερη. Θα γινόταν η δικηγόρος που ονειρευόταν και θα «συναντούσε» το δίκαιο στις αίθουσες των δικαστηρίων και όχι στη νύχτα.
Ήδη στα έκτακτα δελτία που διέκοπταν την κανονική ροή του προγράμματος της τηλεόρασης, ακουγόταν πως εμπλέκονται και άλλα άτομα στην υπόθεση του Ζορζ.  Έκαναν λόγο γενικά και αόριστα για ανθρώπους της Αστυνομίας που ενώ γνώριζαν τον κάλυπταν, ανθρώπους της Εκκλησίας, της πολιτικής αλλά και θαμώνες του μαγαζιού του. Συνέχεια προέκυπταν νεότερα στοιχεία όσο η αστυνομία σκάλιζε τα άπλυτα του Ζορζ.

αρχι''ΤΕΚΤΩΝ''  ΕύαKde žijí příběhy. Začni objevovat