Βροχερές Μέρες

74 8 0
                                    

"O αγαπημένος σου παντρεύεται τον άλλο μήνα." Ο Δεμερτζής της πέταξε χαιρέκακα το προσκλητήριο στο τραπέζι του μεσημεριανού. Δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να του δώσει τη χαρά. Η καρδιά της πάγωσε. Τρέμουλο αυτό στα χέρια της; Πήρε μια ανάσα. " Ιάσωνα τρώμε." Έσπασε η φωνή της. Το χαμόγελο του συζύγου μεγάλωσε. Το φαγητό τελείωσε και η Μαργέτα έτρεξε στην αυλή. Δεν την ακολούθησε. Αυτό που ήθελε το είχε καταφέρει. Έφτασε μέχρι τους στάβλους. Ζήτησε να σελώσουν το άλογο της. Με το πρώτο φύσημα του αέρα βρήκε την ανάσα της. Το μυαλό της άνοιξε. Η μητέρα της που της φώναζε πως σε λίγο θα έπιανε βροχή αντιλαλούσε όλο και λιγότερο. Προκάλεσε το άλογο να πάει γρηγορότερα. Περισσότερος άνεμος και επιτέλους βροχή για να ξεπλύνει τις σκέψεις. Να κάνει παρέα στα δάκρυα της. Ήξερε που πήγαινε χωρίς να το γνωρίζει. Το νερό δυνάμωνε. Άρχισε να κρυώνει. "Μακάρι να ήταν και τώρα εδώ όπως τότε."

" Πάμε στο δένδρο. Θα παγώσεις.". Την έφερε κάτω απ' τα παχιά φύλλα. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει. Τα ρούχα είχαν κολλήσει ήδη πάνω της. Δεν την ένοιαζε. Ήταν μαζί του. Τίποτα δεν την ένοιαζε όταν ήταν μαζί του. Χαμογελούσε και ας έτρεμε ολόκληρη. Προσπάθησε να την ζεστάνει. Τα χέρια του ανεβοκατέβαιναν στα μπράτσα της. Με κάθε νέα κίνηση ερχόταν πιο κοντά. Το φόρεμα της άσπρο. Οι μπούκλες της βρεγμένες. Τα μάτια αστέρια. Σαν νύμφη που ξεπήδησε από παραμύθι. "Νύμφη μου", μουρμούρισε. Έσκυψε να την φιλήσει και μια αστραπή έσκισε τον ουρανό. Ένα κλαδί του δένδρου σχεδόν τους πλάκωσε. Την τράβηξε πάνω του. Βυθίστηκε στην αγκαλιά του. Φώναξε ν' ακουστεί μέσα στη θύελλα που λυσσομανούσε. "Πρέπει να βρούμε καταφύγιο. Ξέρω που. Πιάσε το χέρι μου. Μη τ' αφήσεις.". Άρχισαν να τρέχουν. Το σπιτάκι που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί ξεπρόβαλε σύντομα. Ο Στέφανος την έβαλε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Το πάτωμα είχε μουσκέψει ήδη. Τα ρούχα τους είχαν γίνει σωστά κουρέλια. Τα μάτια τους περπάτησαν σε απαγορευμένα σημεία. Οι σκέψεις πονηρές. Έκανε ένα γύρο το δωμάτιο προσπαθώντας ν' αγνοήσει τον πειρασμό. Χαμογέλασε βλέποντας την κουβέρτα κοντά στη σόμπα. "Βγάλε τα ρούχα σου. Θα πουντιάσεις.". Η Μαργέτα κοκκίνισε αλλά ήρθε πιο κοντά του. Κατάλαβε τι είπε. "Εεε...εννοείται δεν θα κοιτάξω. Τυλίξου με την κουβέρτα."

Της την έδωσε και άρχισε να ψάχνει για ρούχα. Γύρισε την πλάτη του και έβγαλε το βρεγμένο πουκάμισο. Βρήκε μόνο ένα παντελόνι με τιράντες και το αντικατέστησε με το δικό του. "Να γυρίσω;". Δεν ήθελε να νομίζει πως θα εκμεταλλευόταν τη στιγμή. Του απάντησε θετικά. Γύρισε. Μεγάλο λάθος. Είχε στερεώσει την κουβέρτα στις μασχάλες της. Οι ώμοι της γυμνοί. Σχεδόν παραπατούσε απ' το βάρος της. Τόσο μικροσκοπική. Τόσο όμορφη. Πάλι στα λευκά. " Η νύμφη μου, η νύφη μου." Πρέπει να το είπε φωναχτά γιατί τα μάτια αστέρια άνοιξαν διάπλατα. Ήρθε πιο κοντά. Το βλέμμα της καρφωμένο στο στέρνο του. Απ' όταν γύρισε δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού. Τα δάχτυλα της πήγαν στην καρδιά του. Πρώτη φορά δεν τους χώριζε τίποτα. Αναστέναξε. Τον κοίταξε για να δει την αντίδραση του. Περίμενε την δική της. Τα δάχτυλα των ποδιών της μύτες. Έσκυψε για να την φτάσει. " Όχι νύφη σου. Γυναίκα. Η γυναίκα σου." Τον φίλησε όσο ποτέ άλλοτε. Πρώτη φορά άρχιζε εκείνη το φιλί τους. Οι τιράντες κατέβηκαν. Η κουβέρτα έγινε ένα με το πάτωμα. Κοιμήθηκαν τα πρέπει. Θέριεψαν τα θέλω. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι πλάι στη σόμπα και γνώρισαν τον έρωτα. Γλυκά, τρυφερά, παραδομένα. Την είχε στην αγκαλιά του και χαμογελούσε. "Είμαι ευτυχισμένη." Η παραδοχή της τον έκανε να σκάσει από χαρά. "Πόσο πολύ γυναίκα μου;" "'Όχι και τόσο. Τι σόι γυναίκα σου είμαι χωρίς δαχτυλίδι;" Έβαλε τα γέλια. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο απελευθερωμένη. "Για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό." Σηκώθηκε μ' ένα πονηρό βλέμμα. Η Μαργέτα κοκκίνισε που δεν φορούσε τίποτα. Σαν να ξέχασε τι είχε γίνει πριν λίγη ώρα. Έψαξε στη τσέπη του παντελονιού που ήταν πια για πέταμα. Σε λίγο επέστρεφε θριαμβευτής στην ερωτική φωλιά των νεονύμφων. Ένας σπάγκος στα χέρια του. Τον έδεσε γύρω από το δάχτυλο της. Του γέλασε χαρούμενα. "Και επίσημα γυναίκα μου.". Ένας ξαφνικός φόβος απ' το πουθενά. Η Μαργέτα φίλησε τη βέρα της να τον ξορκίσει. "Πάντα θα είμαι γυναίκα σου ό,τι κι αν γίνει." "Εκτός και αν με βαρεθείς." της είπε για να διώξει τη συννεφιά απ' το βλέμμα της. Το πέτυχε. "Ποτέ και το ξέρεις."

Δέκα χρόνια ακριβώς μια άλλη βροχή λυσσομανούσε. Ο Στέφανος δεν ήταν εκεί να την προφυλάξει. Οι κεραυνοί δυνάμωσαν. Το άλογο έτρεχε φοβισμένο. Μέχρι που τρέκλισε γιατί έχασε ένα πέταλο. Μια στριγκλιά. Θα έπεφτε. Ήταν κοντά στο δένδρο τους. Προσπάθησε ν' αρπάξει ένα κλαδί. Βοήθεια σκέφτηκε και μετά το φώναξε. Ένας διαφορετικός καλπασμός και μετά δυο χέρια που γνώριζε καλά. "Στέφανε".

Πρέπει να έχασε για λίγο τις αισθήσεις της. Ίσως τον ονειρεύτηκε. Όταν ξύπνησε ήταν στην καλύβα τους. Σίγουρα όνειρο. Μάλλον είχε πεθάνει μα δεν την ένοιαζε. Διέκρινε το σχήμα του κορμιού του δίπλα στην αναμμένη σόμπα. Αυτό της έφτανε. Ήταν μαζί του έστω και στο μυαλό της.

Ήρθε πιο κοντά "Πιες αυτό να ζεσταθείς." Η κούπα ήταν ζεστή. Έκαψε τα δάχτυλα της. Ήταν ζωντανή. "Στέφανε πως; ""Μ' έπιασε και μένα η βροχή. Ξανά. Άκουσα τις φωνές σου..." "Αν δεν ήσουν εκεί..." "Αν δεν ήμουν εκεί δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου.". Έσκυψαν τα μάτια της. Θυμήθηκε το προσκλητήριο του γάμου του. "Μαργέτα αν μου πάθαινες κάτι...". Το χέρι του πήγε στο πρόσωπο της. Χάιδεψε το μάγουλο της και ήταν σαν να έσβησαν μεμιάς δέκα χρόνια. Προς στιγμήν ξέχασε τι θα γινόταν σ' έναν μήνα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η γυναίκα μπροστά του. Του το θύμισε. " Σε λίγο καιρό θα πρέπει ν' ανησυχείς για τη γυναίκα σου." Σφαίρα όπλου τα λόγια της. Ξερόβηξε. Απομακρύνθηκε. Δεν του άξιζε η Ευθυμία. Οι τύψεις πύκνωσαν. " Βγάλε τα ρούχα σου. Θα πουντιάσεις." Τα ίδια λόγια με τότε. Πάλι το συνειδητοποίησε αργά. Άφησε μια κουβέρτα στα χέρια της και της έδειξε την πλάτη του. Άρχισε να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα. Να σκέφτεται τα πρέπει του και όχι το γυμνό κορμί πίσω του. "Παντρεύεσαι, παντρεύεσαι σε 30 μέρες." Η Μαργέτα έβηξε για να του δείξει πως είναι έτοιμη. Γύρισε και το λάθος ήταν μεγαλύτερο από τότε. Οι ώμοι της πάλι ακάλυπτοι αλλά δεν τον παρέσυρε η γύμνια τους. Ένας γνώριμος σπάγκος σε αλυσίδα ξεκουραζόταν στο στήθος της. Μόνο τότε το κατάλαβε η Μαργέτα. Η βέρα της βροχερής μέρας είχε γίνει ένα με το σώμα της δέκα χρόνια τώρα τόσο που ξέχασε πως την φορούσε. Πήγε να τη κρύψει, αλλά ήταν αργά. Έφτασε δίπλα της. Άγγιξε τη βέρα τους. Την φίλησαν τα χείλη του. "Γυναίκα μου." "Ό,τι κι αν γίνει." του απάντησε. Το στόμα του άφησε το δαχτυλίδι για να βρει το δικό της. "Γυναίκα μου" επανέλαβε και πέρασε τις λέξεις στο δικό της τρεμάμενο λαιμό. Βράχηκαν τα φιλιά τους από δάκρυα. Η κουβέρτα της έπεσε ξανά. Τα σώματα τους ενώθηκαν. Σε 30 μέρες παντρεύτηκε. Η Μαργέτα δεν έβγαλε την αλυσίδα απ' τον λαιμό της. "Γυναίκα σου ό,τι κι αν γίνει." 

Aστέρια και ΓαρδένιεςWhere stories live. Discover now