5

205 9 0
                                    


Η Θεοφανώ γέλασε γάργαρα όταν την σήκωσε για να περάσουν το κατώφλι του σπιτιού τους.

«Αντρέι, άσε με!» Του είπε όταν πια είχαν μπει.

Το τζάκι έκαιγε και ένα καζάνι ήταν ακουμπισμένο στο πλάι του. Ήξερε πως η Μορφούλα και ο Μπακού θα περνούσαν ύστερα από το γλέντι να ζεστάνουν τους οντάδες.

Στέκονταν αντικριστά καθώς την βοηθούσε να βγάλει το νυφικό της. Τα μάτια του τα είχε κολλημένα στα δικά της που τα φώτιζαν οι φλόγες του όντα της. Μπορούσε να τα διακρίνει καθαρά στο γαλανό τους.

«Εσυ, δεν θέλεις να μου κανείς παρέα;» Τον ρώτησε βουλιάζοντας στην χάλκινη σκάφη.

Ο Αντρέι ακούμπησε το καζάνι στην γωνία και κοντοσταθηκε να την κοιτάζει.

«Μπορώ;» Την ρώτησε.

«Σε παρακαλώ.» Ψιθύρισε και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του.

Βρέθηκε με την πλάτη προς στο τζάκι και με την Θεοφανώ ακουμπισμένη πάνω του ολόκληρη.

Βγήκαν όταν το νερό πάγωσε και στέγνωσαν μπροστά στη φωτιά. Η Θεοφανώ χάθηκε στην κουζίνα όταν εκείνος ξαποστασε λίγο στο μαξιλάρι της. Η ματιά του χάθηκε στις φλόγες και στις σκέψεις, όλες όμορφες, ασυνήθιστες, ευτυχισμένες.

«Έλα,» η φωνή της τον ξύπνησε. Κρατούσε μια ξύλινη πιατέλα στο χέρι της την οποία ακούμπησε δίπλα του μέχρι να σκαρφαλώσει κι αυτή. «Κανε μου τη χάρη, δεν έχεις φάει τίποτα σήμερα. Μόνο πιοτί.» Του είπε και έπιασε μόλις μια ρώγα σταφύλι ανάμεσα στα δάχτυλα της.

Τα μαλλιά της ήταν λυτά και μισό στεγνωμένα, μυρωδάτα, κι ολόφρεσκα. Τέντωσε το χέρι του και έπαιξε με μια μπούκλα της.

Η Θεοφανώ του χαμογέλασε και ανέβηκε στα πόδια του. Του έδωσε το σταφύλι και ύστερα τον φίλησε ξανά.

«Λοιπόν, και τώρα;» Τον ρώτησε, συνεχίζοντας να τον ταΐζει.

«Τώρα, θα κοιμηθούμε και θα σηκωθούμε όποτε θελουμε. Και μετά, θα πάμε από τον Πύργο να πάρουμε τα πράγματα σου.»

«Και τον Μπακού.» Συμπλήρωσε αυτή.

«Και τον Μπακού.» Επανέλαβε αυτός. Πήρε άλλο λίγο σταφύλι και το ακούμπησε στα δικά της χείλη μα αυτή απλώς έσκυψε μπροστά και τον περίμενε. Ο χυμός του φρούτου χύθηκε μέσα στα στόματα τους καθώς το φιλί γινόταν όλο και πιο έντονο.

«Που ήσουν τοσον καιρό.» Του ψιθύρισε πάνω στα χείλη περνώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.




Υπάρχουν καλοί άνθρωποι Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα