Θυσία στην Εκάτη [1]

67 2 0
                                    

Η Κριστίνα ήταν μελαγχολική για μέρες, αλλά κανείς μας δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο να της δώσει σημασία. Μόνη της έγνοια ήταν η Άιβι, αν και θα ορκιζόμουν πως τα πράγματα στο κεφάλι της ήταν τόσα πολλά που ένα ξεκαθάρισμα θα ήταν απαραίτητο. Τα νυχτοπερπατήματά της δεν με ανησυχούσαν. Με τα χρόνια, την είχα δει πολλές φορές να πηγαινοέρχεται τα βράδια και να επιστρέφει αγκαλιάζοντας τον αδερφό μου ή ακόμα και το μαξιλάρι της - όταν δεν ήθελε να τον ενοχλήσει. Όμως, αυτή τη φορά κάτι έμοιαζε διαφορετικό και δεν μπορούσα να το κατανοήσω πλήρως.

Την είδα να κάθεται στον καναπέ τυλιγμένη με μια λεπτή κουβέρτα και κρατώντας μια κούπα με τσάι. Το χάρτινο ταμπελάκι κρεμόταν από τη μικρή λευκή κλωστή του κι εγώ διάβασα από περιέργεια τη γεύση: Μαύρο τσάι με μούρα.

«Κακός ύπνος ή άσχημα όνειρα;», τη ρώτησα ψιθυριστά με το μπράτσο μου να τυλίγεται γύρω από τους ώμους της.

«Κακή νύχτα γενικά», απάντησε κατσουφιάζοντας.

«Γιατί;»

Τα γαλάζια μάτια της έμοιαζαν θλιμμένα. Όταν γύρισε να με κοιτάξει, είδα μέσα τους ένα βλέμμα που δεν είχα δει για πολλούς αιώνες.

«Απλώς δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να μη μπορώ να τον βρω. Φωνάζω κάθε βράδυ το όνομά του κι εκείνος δεν μου δίνει ούτε το παραμικρό σημάδι»

«Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος λόγος για όλο αυτό», προσπάθησα να την ενθαρρύνω.

«Έχω χάσει τον ύπνο μου προσπαθώντας να τον βρω», μου ψιθύρισε η Κριστίνα σε απάντηση κι έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου.

Δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να νιώσω εκείνη τη στιγμή. Τη χάιδευα απαλά στην πλάτη όσο εκείνη ξεσπούσε, αλλά μέσα μου ήμουν μουδιασμένος. Ήθελα να της μιλήσω περισσότερο και δίσταζα. Τι θα της έλεγα; Για κακή μου τύχη, συνέχισε εκείνη τη συζήτηση.

«Κάποτε, είχε φύγει εκείνος πρώτος. Είχαμε τσακωθεί και τον προσέβαλα, οπότε πήδηξε από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε για μέρες. Τον εντόπισα με ένα ξόρκι, αλλά όταν πήγα στην περιοχή που μου υπέδειξε εκείνος δεν φαινόταν πουθενά.

Επέμενα να τον φωνάζω Άριους. Έτσι τον φώναζαν όλοι τότε. Υπέθεσα ότι, για κάποιο λόγο, με απέφευγε και δεν ήθελα να τον πιέσω. Ήλπιζα ότι θα γύριζε μόνος του, αν το ήθελε. Εξάλλου, η αποχώρησή του δεν ήταν... άνανδρη. Μου είχε ξεκαθαρίσει το λόγο που αποφάσισε να φύγει.

Μια Ψυχή Στο Σκοτάδι {Η Καταραμένη Γενιά - Βιβλίο Δεύτερο}Where stories live. Discover now