Κεφάλαιο 1

87 5 0
                                    


Εκείνο το σάββατο της εβδομάδας ηταν άγρια μεσάνυχτα. Η Ρόους διάβαζε ενα βίβλιο με ταξίδια μέσα από καθρέπτες. Οι γονείς της είχαν επέτειο και βγήκαν για βραδινό.

Το σπίτι ήταν μεγαλο αρχοντικο με υπόγεια βιβλιοθήκη. Φύλαγαν τις παλιές διαθήκες από τούς προγόνους της που πέθαναν 70 χρόνια πριν. Αυτές οι διαθήκες όμως έκριβαν κάποια βαθιά σκοτεινά μυστικά, όπου η Ρόους αλλά ούτε οι γονείς της δεν το ήξεραν.

Αφού ολοκλήρωσε και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, έπεσε να κοιμηθεί. Οι ώρες πέρναγαν και δεν την έπερνε ο ύπνος, κάτι την τράβαγε να κατέβει προς την βιβλιοθήκη, κάτι την φώναζε.

Νόμιζε πως ήταν η φαντασία της και ήθελε να το αγνοήσει αλλά το κάλεσμα κέρδισε και έτσι κατέβηκε. Άναψε τα κεριά και κοίταξε τριγήρο, αλλά τίποτα. Η άκρη του ματιού της έπιασε μια λάμψη προς τα βιβλία και πλησίασε..

Ρόους - Τι συμβαίνει εκει;

Πλησίασε όλο και πιο πολύ και η λάμψη φώτιζε περισσότερο. Άπλωσε το χέρι της στην κορυφή του εξωφύλλου αργα, και με το άγγιγμα η πρώτη σελίδα ξεφυλλίστηκε.

Εμφανίστηκε ενα μαύρο μενταγιόν με κόκκινα πετράδια, στο κέντρο και ένα αστέρι με γκρι χρώμα που φώτιζε. Η Ρόους εντυπωσιάστηκε αλλά και αναρωτήθηκε απο που βρέθηκε αυτό το κόσμημα.

Έλαμψαν τα μάτια της και χαμογέλασε ελαφρά όπως άπλωνε το χέρι της πάνω. Τα δάχτυλα της άγγιξαν το πλούσιο κόσμημα, τότε αισθάνθηκε μια επιθυμία να το φορέσει, και το έκανε..

Τότε, η λάμψη άρχισε να γίνεται πιο λευκή και πιο δυνατή μέχρι που όλα γύρω της άσπρισαν. Είχε μπει σε έναν διαφορετικό κόσμο, και εκεί θα ξεκινούσε η περιπέτεια της.

Βρέθηκε κάπου όπου δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ήταν κάπου σκοτεινά, ίσως σε ένα δάσος, η μια πόλη, σχεδόν όλα έβγαζαν φλόγες και άκουγε φωνές ανθρώπων να φωνάζουν για την ζωή τους. Ο ουρανός ήταν σχεδόν μαύρος και ισως σύντομα θα έβρεχε.

Ρόους - Που βρίσκομαι; γιατί είναι όλα βυθισμένα στο σκοτάδι;

Είπε ήρεμα στον αέρα.

Άγνωστη φωνή - Βρίσκεσαι σε έναν τόπο που ποτέ δεν υπήρχε φώς...

Από πίσω της ακούστηκε μια ήρεμη νεαρή αντρική φωνή, γύρισε να δει ποίος ήταν, ήταν ένας νεαρός, περίπου στην ίδια ηλικία με την Ρόους. Ήταν πολύ όμορφος, λευκός σαν το χιόνι, ψηλός με έντονα μπλε μάτια και καστανά κοντά μαλλια, το ντύσιμο του ηταν κομψό με μελαγχολικα χρώματα, υποκλίθηκε στην Ρόους.

ΈΪντεν - Το όνομα μου είναι ΈΪντεν, και έχω γεννηθεί και πεθάνει εδώ, εσενα πως σε λένε; και γιατι βρέθηκες εδω;

Η Ρόους  εντυπωσιάστηκε απο την ομορφιά του, χαμογέλασε ελαφρά σαν ευγενική που είναι και απάντησε..

Ρόους - Είμαι η Ρόους, χάρηκα.

Ο ΈΪντεν δεν είπε τίποτα, απλά την κοίταζε και ελαφρά χαμογελαστά.

Ρόους - ΈΪντεν, τι είναι αυτό το μέρος;

ΈΪντεν - Εδώ Ρόους, όλοι είναι παράλληλα όντα, όλοι μεγαλώνουν μέσα στο σκοτάδι και τον φόβο. Εδώ πέθανα, το σώμα μου σάπισε και μόνο η ψύχη μου έμεινε.

Η Ρόους ενθουσιάστηκε.

ΈΪντεν - Φαίνεται ότι δεν με φοβάσε, συνήθως οι θνητοί φοβούνται όταν αντικρίζουν όντα, είσαι γενναία.

Η Ρόους παρέμείνε σιωπηλή.

Ο Έϊντεν την πλησίασε.

ΈΪντεν - Αυτό το μενταγιόν σε έφερε εδώ;

Ρόους - Μάλλον, πώς το ξέρεις;

ΈΪντεν - Υπάρχουν μερικά μενταγιόν που φυλάνε δαιμόνιες δυνάμεις..

Ρόους - Τι;!, πως να πάω σπίτι μου τώρα;!

Ο Έϊντεν της έπιασε το πιγούνι και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.

Έϊντεν - Εδώ,  θα μάθεις να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου, και θα λύσεις σκοτείνα μυστικά απο τους προγόνους σου..

Η Ρόους είχε μείνει άφωνη, έπρεπε να συμφωνήσει με όλα αυτά, θα τα κάνει για να επιστρέψει σπίτι της..

(Εδω τελειώνει το κεφάλαιο 1)

Ταξίδια στο Παρελθόν - Σκοτεινές ΔιαστάσειςWhere stories live. Discover now