☆ κεφάλαιο 2 ☆

212 19 0
                                    

Άνοιξε το βήμα της ακούγοντας το δυνατό θόρυβο από το χτύπημα των παπουτσιών στο τσιμέντο. Οι παλμοι της αυξήθηκαν και πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτώντας ευθεία με αγριεμενο βλέμμα με τα έντονα πράσινα ματιά της σφιγγοντας τα χείλη της. Τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω δένοντας τα σε μια σφιχτη αλογοουρά. Ξεφυσηξε και προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας βαθιές ανάσες. Όταν έφτασε στο σπίτι κοντοστάθηκε στην εξωπορτα και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη της. Ένας κρύο αέρας φύσηξε και δροσισε το πρόσωπο της καθυσηχαζοντας την. Αμέσως ενιωσε να φεύγει ένα βάρος από το στήθος της και το σοκ που υπέστη να εξατμιζεται, ο αέρας χάιδευε γλυκά τ'αυτί της και ενιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το σβέρκο της...
Θυμήθηκε το όραμα.

Κάνοντας μια αποτυχημένη προσπάθεια να ανοίξει με τρεμαμενο χέρι, αφού το σοκ δεν είχε αποχωρησει τελείως, και μορφασε δυσαρεστημενα βγάζοντας μια κραυγή απελπισίας. Τελικά κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και ορμησε μέσα βροντωντας την πίσω της.
Την ορμή της έκοψε η γιαγιά της που την κράτησε από τον ώμο.
《Είμαι εντάξει》 είπε καθησυχαστικα και ελευθερωθηκε από τα κρύα δάχτυλα της ηλικιωμένης.
Μπήκε στο δωμάτιο της γρήγορα πέταξε την τσάντα της στο ξύλινο πάτωμα έπεσε στο κρεβάτι απότομα και χάθηκε στα ασπρα σεντόνια...

Η Νύχτα Των Ξωτικών: Το Ματωμένο Φεγγάρι Where stories live. Discover now