Κεφάλαιο 42- Χτίζοντας έναν κόσμο που δεν μπορεί να σταθεί

421 57 4
                                    


Άρχισα να βρίσκω την γαλήνη στην ζωή μου. Το κέφι είχε αρχίσει να επανέρχεται... Ξέρω, έκανα για άλλη μια φορά το ίδιο λάθος. Ήμουν όμως ευτυχισμένη με αυτό. Απέδιδα καλύτερα στην δουλειά, αφιέρωνα περισσότερη ώρα στον γιό μου, φαινόμουν ευτυχισμένη στον Γιώργο. Οι τύψεις ήταν απούσες. Δεν έβλεπα πλέον την σχέση μου με τον Χένριχ σαν λάθος, σαν κάτι ντροπιαστικό. Την έβλεπα σαν λύτρωση. Μου ήταν απολύτως απαραίτητη. Καθημερινά περίμενα να σχολάσω από την δουλειά για να τον δω. Αυτή η γλυκιά αναμονή, αυτές οι ώρες μαζί του...

'' Έχεις μετανιώσει;'' με ρώτησε μια μέρα καθός με κρατούσε στην αγκαλιά του

''Φυσικά και όχι... Βρήκα τον εαυτό μου χάρη σε εσένα'' 

'' Κριστίνε... Όταν γνωριστήκαμε ήμασταν φοιτητές... Πόσα χρόνια πριν'' 

'' Είναι γραφτό να είμαστε μαζί μέχρι το τέλος λες;'' 

'' Δεν ξέρω αν είναι γραφτό, πάντως θα κάνω τα πάντα για να γίνει γραφτό'' είπε και με φίλησε

''Πρέπει να φύγω''

'' Μείνε λίγο ακόμα...'' 

''Χένριχ είναι αδύνατον. Πρέπει να περάσω από το σχολείο του Σεραφείμ, έχουμε συγκέντρωση'' 

''Δεν μπορείς να μην πας; Ίσα-ίσα θα έχεις την δικαιολογία της συγκέντρωσης''  

''Πρόκειται για το παιδί μου Χένριχ''

Με άφησε από την αγκαλιά του και χάθηκε στο μπάνιο για ένα ντούζ. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και φόρεσα τα ρούχα μου... Κάθισα στην καρέκλα και τον περίμενα να βγει για να τον χαιρετήσω. Το κινητό μου χτύπησε.

''Έλα, Μάμχεν μου'' είπα

''Κριστίνε, παιδί μου, είστε καλά;''

''Όλοι μια χαρά μαμά. Εσύ;''

''Και εγώ μια χαρά, έχω και την Αλίνα εδώ''

''Μαμά; Μην την αφήσεις από τα μάτια σου μέχρι να επιστρέψει στο Μόναχο ο Χένριχ. Ναι;'' 

''Αυτό εννοείται παιδί μου. Αλήθεια, ξέρεις που πήγε;''

''Δεν έχω ιδέα'' είπα

Ο Χένριχ βγήκε από το μπάνιο.

''Κριστίνε; Μήπως είδες που άφησα την μπλούζα μου;'' με ρώτησε

Του έκανα νόημα να μην μιλήσει ξανά.

''Δεν είσαι μόνη;''

''Όχι. Είμαι με τον Γιώργο. Ετοιμαζόμαστε για να πάμε σε μια συνάντηση γονέων στο σχολείο του μικρού'' 

''Και σου μίλησε στα γερμανικά; Σε αποκάλεσε Κριστίνε;''

''Μάμχεν, ξέχασες ότι μιλάμε και γερμανικά στο σπίτι;''

''Ω ναι. Σωστά. Καλά παιδί μου. Σε αφήνω''

''Φιλιά μανούλα μου''  είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Ο Γιώργος ετοίμαζε τον μικρό όταν χτύπησε και το δικό του κινητό.

''Καταρίνα! Τι ευχάριστη έκπληξη'' είπε

''Καλησπέρα Γιώργο. Είναι η Κριστίνε δίπλα σου;''

''Όχι. Την θέλεις κάτι;''

''Όχι''

''Καταρίνα, έγινε κάτι; Έπαθε κάτι η Αλίνα;''

''Προς Θεού, μια χαρά είναι το παιδί''

''Τότε;''

''Βασικά... Μου δίνεις λίγο την κόρη μου;''

''Δεν είναι εδώ. Έχει βγει για καφέ με μια φίλη της. Την περιμένω για να πάμε στο σχολείο του μικρού για μια συνάντηση'' 

''Α. Εντάξει. Θα την πάρω στο κινητό''

''Έγινε'' είπε και έκλεισε.

Η μητέρα μου ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα. Είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Φοβόταν για εμένα. Με αγαπούσε και δεν ήθελε να κάνω τα ίδια λάθη. Γι αυτό ανησυχούσε. Ανησυχούσε για εμένα και τον Χένριχ. 

Μετά την συνάντηση στο σχολείο, γυρίσαμε στο σπίτι. Η σιωπή ήταν πάντα παρούσα. Οι λέξεις δεν έφταναν. Το αίσθημα της αμηχανίας υπήρχε στον αέρα. 

''Σοβαρά, Τίνα, κάτι πρέπει να κάνουμε γι αυτό'' 

''Για ποιο;'' ρώτησε αδιάφορα

''Για εμάς. Θυμάσαι; Θυμάσαι πόσο μιλούσαμε;''

''Έχω αποδεχτεί πλέον το γεγονός ότι δεν πρόκειται να είμαστε ποτέ όπως τότε''

''Μάλλον δεν θέλουμε να είμαστε''

Είχε δίκαιο. Γι αυτό και δεν του απάντησα. Άφησα την τσάντα μου στον καναπέ και ανέβηκα στο γραφείο. Τον άκουσα να έρχεται πίσω μου.

''Τίνα;''

''Ναι''

''Το μετάνιωσες;''

Και εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Και πάγωσαν οι λέξεις. Και πάγωσε και το βλέμμα μου μαζί. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και γρήγορα. Ήταν απέναντί μου. Με κοιτούσε περιμένοντας απάντηση. Ήθελα να τρέξω μακριά. Δεν ήθελα να απαντήσω. Δεν ήξερα τι πρέπει να απαντήσω.... Έτσι προτίμησα την σιωπή... Ξανά....

Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]Where stories live. Discover now