Κεφάλαιο 20

5.3K 624 67
                                    



Η πιο δύσκολη ημέρα της ζωής τους... Σε ένα ταξίδι που διήρκεσε περίπου τρεις ώρες δεν αντάλλαξαν μία κουβέντα. Μαζί μπήκαν στο σπίτι του όπου είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς και συγχωριανοί και η μητέρα του προσπαθούσε να τα αντιμετωπίσει όλα μόνη της. Εκείνος στάθηκε στο πλευρό της και η Κάλλια ανέλαβε τα πάντα... Οι γονείς της και ο αδερφός της τα έχασαν όταν τη βρήκαν στο πατρικό σπίτι του παιδικού της φίλου να υποδέχεται τον κόσμο.

«Αντί να έρθεις σπίτι σου, σε έφεραν νύφη μέσα στην κηδεία; Εκθέτεις το όνομα της οικογένειάς σου» τη μάλωσε η μητέρα της. Η Κάλλια τράβηξε το χέρι της και απομακρύνθηκε.

«Απαξιώ» της είπε εκνευρισμένη.

Ο πατέρας της την πλησίασε και κάθισε δίπλα της όταν τη βρήκε μόνη της.

«Κάλλια, δημιουργούνται παρεξηγήσεις... ίσως δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ... όλοι με ρωτούν πότε παντρευτήκατε» της είπε διακριτικά.

«Πατέρα, εσύ ξέρεις καλύτερα απ' όλους γιατί βρίσκομαι εδώ... ας παρεξηγούν ό,τι θέλουν... οι άνθρωποι ζουν μέσα από την κακία τους και το κουτσομπολιό τους. Τώρα με χρειάζονται... Ο Ορέστης ήταν πάντα δίπλα μου» του είπε τρυφερά.

«Καταλαβαίνω...» της είπε απαλά κι απομακρύνθηκε. Η Κάλλια παρακολουθούσε τον Ορέστη που έδειχνε απόμακρος και συντετριμμένος...

Του μιλούσαν και εκείνος έδειχνε απόκοσμος... Πώς να μπορούσε να πάρει τον πόνο του... είχε τόση αδυναμία στον πατέρα του...

Στις 10 είχε οριστεί η ώρα της κηδείας. Ο Ορέστης δεν την ξέχασε. Φρόντισε να πάει τη μητέρα του στην εκκλησία και γύρισε να πάρει κι αυτήν. Της ζήτησε να σταθεί δίπλα του και της κρατούσε το χέρι σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου. Η μητέρα του ήταν πολύ δυνατή και σκληρή γυναίκα. Προτιμούσε να δακρύζει μόνη της και να κρατά τον πόνο της δικό της, προσωπικό παρά να λυγίσει μπροστά σε όλους.

Είχαν βγει όλοι έξω από την εκκλησία περιμένοντας να μεταφέρουν το φέρετρο όταν ο Ορέστης έμεινε τελευταίος ζητώντας να αποχαιρετίσει εκείνη τη στιγμή μόνος του τον πατέρα του. Δυο λεπτά μετά ερχόταν και κρατούσε σφιχτά το χέρι της Κάλλιας, τυλίγοντας προστατευτικά το άλλο χέρι γύρω από τους ώμους της μητέρας του. Αργά το μεσημέρι επέστρεψαν οι τρεις τους σπίτι. Ο Ορέστης έβαλε τη μητέρα του να ξαπλώσει καθώς έμοιαζε πλέον αποκαμωμένη σωματικά και ψυχολογικά και χωρίς να μιλήσει άφησε την Κάλλια να συμμαζέψει. Δεν της μίλησε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνος. Εκείνη θα καταλάβαινε.

Σαν ανοιξιάτικη βροχήWhere stories live. Discover now