|28|

9.2K 743 21
                                    

"Γλυκιά μου, σου έφερα να φας."

Την αγνόησα και έμεινα κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματα να κλαίω. Δεν είχα όρεξη όχι για να φάω, ούτε καν για να αναπνεύσω.

Αυτή ήταν η ζωή μου την τελευταία εβδομάδα. Το κρεβάτι είχε γίνει ο καλύτερος μου φίλος και ο τοίχος αποτελούσε κάτι σαν τον εξομολογητή μου.

"Μην κάνεις έτσι σε παρακαλώ. Βγες από εκεί, θα πεθάνεις από έλλειψη οξυγόνου." με μάλωσε και τράβηξε το πάπλωμα, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό μου.

Έκλεισα τα μάτια μου ενοχλημένη από το φως της λάμπας και μούγκρισα θυμωμένα. Από το παράθυρο δεν έμπαινε φως, πράγμα που σημαίνει πως είχαν περάσει πολλές ώρες από τελευταία φορά που σηκώθηκα για να πάω στο μπάνιο. Είχα χάσει ακόμη και την αίσθηση του χρόνου.

Μου έδωσε το πιάτο με το σάντουιτς που είχε φτιάξει για μένα αλλά το έσπρωξα με το χέρι μου πίσω σε αυτήν και γύρισα την πλάτη μου, κοιτώντας την βροχή που έπεφτε με μανία στο τζαμί.

"Δεν μπορείς να μείνεις για πάντα έτσι." με μάλωσε και μου έβαλε στο στόμα μια μπουκιά από το σάντουιτς με το ζόρι.

"Το ξέρεις πως κάποια στιγμή πρέπει να επικοινωνήσεις με τον έξω κόσμο, έτσι;"

"Όχι τώρα." μουρμούρισα με βραχνή φωνή και έφερα τα χέρια μου στο κεφάλι, προσπαθώντας να σταματήσω αυτόν τον φοβερό πονοκέφαλο.

Η Τόνια ξεφύσηξε κουρασμένη και την ένιωσα να ξαπλώνει πίσω μου, αγκαλιάζοντας με. Έτριψε το μπράτσο μου απαλά και μου άφησε ένα φιλί στο μάγουλο.

"Ξέρω ότι πονάς, αλλά θα πάνε καλά. Θα δεις." προσπάθησε να με καθησυχάσει χωρίς αποτέλεσμα αφού ήδη ήξερα πως όλα ήταν χάλια.

Ο άνθρωπος που αγαπούσα με είχε κοροϊδέψει, οι γονείς μου με είχαν εγκαταλείψει στο έλεος των χρημάτων, είχα μείνει άστεγη και με ελάχιστο ρουχισμό σε μία πόλη που δεν ήξερα καν. Ήμουν τόσο ανόητη.

"Θα πάω στο σούπερ μάρκετ. Θέλεις μια σοκολάτα;" κούνησα το χέρι μου αρνητικά και την έσπρωξα από πάνω μου για να τραβήξω πάλι το πάπλωμα.

Χρειαζόμουν χρόνο και χώρο.

Τα μάτια μου δέχτηκαν πάλι τα δάκρυά μου και τα βλέφαρα μου βρέχτηκαν ξανά από την δική μου καταιγίδα, όπως ακριβώς οι σταγόνες της βροχής έβρεχαν το παράθυρο και κυλούσαν κατά μήκος του.

Άφησα τον εαυτό μου να ξεσπάσει για πολλοστή φορά. Είχα εξαντληθεί. Το κεφάλι μου πονούσε, το σώμα μου ηταν μουδιασμένο.

PaidWhere stories live. Discover now