26. Σπασμένα φτερά

311 37 12
                                    

28. Σπασμένα φτερά

Άνοιξε τα μάτια, μα ένα θολό σύννεφο την εμπόδιζε να δει καθαρά. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν με δυσκολία. Κάτι την τραβούσε να τα σφραγίσει ξανά, να παραδοθεί σε έναν βαθύ ύπνο. Πώς άλλωστε;

Ήταν τόσο κουρασμένη. Το σώμα της ήταν αδύναμο, ανίκανο να κινηθεί. Ένιωθε το πρόσωπό της να καίει και τα πλευρά της να πονάνε με κάθε εισπνοή, μα να μην ακουμπούν στη συνηθισμένη σκληρή επιφάνεια του φθαρμένου στρώματός της, αλλά να βουλιάζουν ευχάριστα. Μια ήρεμη φωνή ακουγόταν στο υπόβαθρο. Ένιωθε σιγουριά και ανακούφιση. Θέλησε να αφεθεί σε έναν βαθύ ύπνο, να αφήσει την φωνή να την παρασύρει, να παρατείνει αυτή τη γαλήνη λίγο ακόμη. Μα η περιέργεια να φτάσει τη φωνή ήταν ακόμη μεγαλύτερη.

Μια ακόμη προσπάθεια... Άνοιξε τα μάτια αργά και με δυσκολία. Αντίκρισε το ταβάνι κι έπειτα το βλέμμα έγειρε διαγώνια στον απέναντι τοίχο. Το αίμα πάγωσε. Η ολιγόλεπτη γαλήνη εξαφανίστηκε εμπρός στα λάβαρα και τα σύμβολα που ήταν κρεμασμένα στους τοίχους. Τα ίδια τρομακτικά σύμβολα, το ίδιο γκρι χρώμα παντού και η παγωνιά στην καρδιά. Ήταν όλα εδώ. Και σαν να έβλεπε κινηματογραφική ταινία, όλα τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών πέρασαν από μπροστά της. τόσο λίγο κράτησε η όμορφη, βολική λήθη της.

Χωρίς να κουνηθεί ιδιαίτερα, εξέτασε πρόχειρα την κατάσταση της. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Έτεινε το λαιμό προς το πλάι, ψάχνοντας την έξοδο. Η πόρτα βρισκόταν λίγο μακριά της αλλά δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να φτάσει εγκαίρως. Ποιος ξέρει τι θα της κάνανε αν την έπιαναν... Συγκεντρώθηκε στη φωνή που τώρα ακουγόταν πιο κοντά.

«Τρεις φορές την ημέρα εναλλάξ. Κατάλαβα, ρε Μπάμπη.. Κατάλαβα...»

Τον παρατηρούσε να στέκεται με την πλάτη προς το μέρος της να μιλάει χαμηλόφωνα. Είχε τα μανίκια σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες και μιλούσε στο τηλέφωνο, τοποθετώντας κάπου- κάπου τα χέρια ανάμεσα στα μαλλιά του. Τον άκουγε να συμφωνεί και να μιλά αργά και σταθερά, αν και ο άνδρας στην άλλη πλευρά της γραμμής φαινόταν να μιλά πολύ περισσότερο και να δίνει οδηγίες. Το αίσθημα της αδικίας την κυρίευσε πάλι. Τον είδε ξανά στην αγκαλιά των γυναικών αυτών και έπειτα να στέκεται απέναντί της και να φωνάζει γεμάτος οργή με πρόσωπο παραμορφωμένο από θυμό. Και τον φοβήθηκε η Νιλ. Τον φοβήθηκε τόσο που της φάνηκε άγνωστος. Άγνωστος και εχθρός.

Μικρή ΒαλίτσαWhere stories live. Discover now