Επίλογος

947 43 32
                                    

Ο Χρήστος ανέβαινε αργά την σκάλα της πολυκατοικίας μέχρι το διαμέρισμα του. Στο ένα χέρι κρατούσε έτοιμο φαγητό από ένα μαγαζί του προηγούμενου τετραγωνου, στο άλλο κρατούσε την τελευταία του εργασια. Τελευταία ελεγμένη εργασία του τμήματος Μαθηματικών του ΑΠΘ. Είχε τελειώσει. Ο αρκετά βαρύς φάκελος παραλίγο να γλιστρήσει από το χέρι του καθώς προσπάθησε να βγάλει το κλειδί από την τσέπη του. Όταν επιτέλους τα κατάφερε έσπρωξε την πόρτα με το γοφό του. Στερεώθηκε στο ένα πόδι και προσπάθησε να βγάλει το παπούτσι του από το άλλο. Κάποια στιγμή, ελεύθερος από τα παπούτσια του, πήγε στην μικρή κουζίνα και άφησε το φαγητό του στον παγκο. Πήγε στο δωμάτιο του και άφησε με προσοχή τα ατελείωτα ξενύχτια του (την εργασία του) πάνω στο γραφείο του. Έβγαλε τη ζακέτα του, άφησε τα γυαλία του πάνω στο κομοδίνο και πέφτοντας στο κρεβάτι πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένα κομμάτι της ψυχής του αποχώρισε από το σώμα του.

Κάτι ακούστηκε μέσα απ'το σαλόνι και η καρδιά του βούλιαξε στο στήθος του.

Γιατί σε εμένα;

Μια μέρα ζητάω και γω, να ξαπλωσω και να μεταμορφωθώ σε πέτρα και πρέπει να έχει μπει στο σπίτι μου κλέφτης!

Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και άρπαξε το λαμπατέρ απ'το γραφείο του. Πλησίασε αργά την πόρτα του και προσπάθησε να δει μέσα απ'τη μικρή σχισμή. Έξω όλα φαινόταν φυσιολογικά. Το σαλόνι του φαινόταν έτσι όπως το έχει αφησει. Προσπάθησε να δει προς το μέρος της πόρτας. Όλα φυσιολογικά.

Εκτός από ένα σκούρο πράγμα που ήταν πεσμένο δίπλα στην πόρτα του. Προσπάθησε να εστιάσει αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Ξαφνικά κάτι του έκοψε τη θέα. Σήκωσε το βλέμμα του και πίσω από την πόρτα του στεκόταν ένα άτομο. Πετάχτηκε πίσω και εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα. Ο Χρήστος πέταξε το λαμπατερ με όση δύναμη είχε.

Ακούστηκε ένα δυνατό γκουπκ που ακολούθησε μια κραυγή πόνου.

Την ήξερε αυτή την φωνή. Η όραση του ήταν θολή αλλά θα τον αναγνώριζε παντού.

«Γ- Γιώργο;»

«Χρήστο! Έκπληξη!» έκανε ειρωνικά ο Γιώργος ενώ είχε διπλωθεί στα δύο και κρατούσε το μέτωπό του όπου τον είχε πετύχει ο Χρήστος. Ο τελευταίος είχε μείνει άναυδος, παγωμένος στη θέση του, δεν πίστευε στα μάτια του.

Ο Γιώργος Αλεξίου.

Στο σπίτι του.

Στη Θεσσαλονίκη.

1+1=2 [b×b]Where stories live. Discover now